Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

... ότι κάνεις, επειστρέφει!"


...
Μα, τί να πω;
Τσιγάρο είναι αυτό.
Άτιμη εξάρτηση, άτιμο "δέσιμο" μυαλού, αργή αυτοκτονία, δυστυχώς.

Έλεγα προφορικά τα "της σήμερον", θέλω και να τα γράψω.
Επείγουν άλλα, αλλά, αξίζει να μείνει.

....Συνήθως, όταν βγαίνω, "στηρίζω" και άλλα περίπτερα...
Έχω και μια κρυψώνα, να μη "μετράνε" οι αγαπημένοι μου, πόσο καπνίζω, πόσο με καταστρέφω, πόσο "στοιχίζω"...

...Μέτραγα τα λεφτά μου. Τα βασικά και επείγοντα, μόνο.
Μα, τόσο κοντά σε περίπτερο... να μην πάρω ένα, να στηρίξω και τα παιδιά;
Αλίμονο!
Θα μου πεις... είχε και σοκολάτες και τσίχλες...
Ναι, δε θα σου πω, δικαιολογίες "ασθενούς".

Ζήτησα ένα, πλήρωσα ένα, έφταναν... ΘΑ έφταναν!
Πιάσαμε συζήτηση με το παλικάρι, μηχανικές οι κινήσεις μας και των δυο.

Όταν χαιρετηθήκαμε είδα ένα πακέτο στο μεγάλο τασάκι (τασάκι μεγάλο έχουν τα περίπτερα που ανταλάσσονται τα χρήματα, γυάλινο, συνήθως), πρώτα αναρρωτήθηκα: "Μα, νομίζω, το πήρα. Το έριξα στην σακούλα με τα ψώνια μου. Είσαι σίγουρος ότι δεν το πήρα;"
"Ναι."
"Δεν πάω καλά!" είπα, ίσως και απ' έξω μου.
Τό έριξα στην σακούλα και ξεκίνησα να φύγω. Η σακούλα ήταν διαφανής και μού φάνηκαν μέσα, δυο. "Δυο έχω", του είπα. "Άντε! Δεν πάω καλά! Θα είναι αυτό που είχα, κι αντί για την τσάντα, το έριξα στην σακούλα!"

Γέλασε και το παιδί κι εγώ με τα χάλια μου. Το μυαλό μου δεν προλαβαίνει να τα επεξεργαστεί όλα, έτσι, όπως θα έπρεπε.

Προχωρώντας σε άλλο μαγαζί, διασχίζοντας και μεγάλο δρόμο, κάτι δεν μού πήγαινε καλά.
"Βρε, λες, να είμαι εις βάρος του παιδιού και σήμερα δεν θα βγάλει μεροκάματο; Μπας και τον έκλεψα; Μού φάνηκε πως και το άλλο πακέτο, είχε σελοφάν ολόκληρο!"

Ο μονόλογος συνεχίζονταν, τα πόδια όμως, είχαν ρυθμιστεί στο αυτόματο, οπότε, πήγαινα.
"Δε γυρίζω πίσω τώρα. Θα τελειώσω από δω, θα ψαχτώ και μετά, αν έχω πράγματι τρεία πακέτα, θα γυρίσω στο παιδί, να του το πω και το πολύ πολύ, αν δεν μού φτάσουν τα λεφτά, να του το χρωστάω..."

Κι ύστερα:
Ενώ εξηγούσα όλα αυτά στο παιδί και ενώ προσπαθούσα να εξηγήσω, πως δεν θα τον έκλεβα, μέχρι να βρω... να μετρήσω τα λεφτά μου, είχα ήδη επιστρέψει το πακέτο (δεν ήθελα και να χρωστάω, στα καλά καθούμενα), εκείνος μού το έριχνε πάλι μπροστά μου, λέγοντας:
"Μπορώ να σε διακόψω; Μπορώ να σε διακόψω;"
... Εγώ, μπίρι μπίρι.
"Μπορώ να σε διακόψω;"
"¨Όχι! Θέλω να με πιστέψεις, γιατί δεν με ξέρεις! Κι όταν οι άνθρωποι δεν ξέρουν τον άλλον, πολλά υποθέτουν! Κάτσε να μετρήσω τα ψιλά μου, κι αν φτάνουν, θα το πάρω. Κι αν όχι, πάλι θα το πάρω και θα σε χρωστάω. Δε χανόμαστε. Ξέρεις ποιανού γυναίκα είμαι, με ξέρει καλύτερα η γυναίκα σου, περνάω συχνά από δω, δε θα χαθούμε!"
"Να σε ρωτήσω κάτι, να σε ρωτήσω κάτι;" επέμενε.
"Τί;"
"Ξέχασες εσύ εδώ, κάποια μέρα, ένα πακέτο τσιγάρα καινούργιο, αυτής της μάρκας με έναν αναπτήρα;"
"Νομίζω ναι, γιατί μού έλειψε ο αναπτήρας στον δρόμο, όταν πήγα ν' ανάψω, μα δεν γύρισα πίσω. Απλά, περπάτησα ακάπνιστη και στο σπίτι, δεν μού βγαίναν σωστά... τα κρυφά κουμάντα μου."
"Πάρ' το, τότε! Είναι δικό σου! Δε θέλω λεφτά!"
"Δεν υπάρχει, περίπτωση! Άλλωστε, πάει τόσος καιρός! Έχω ξεχάσει, πακέτα και πακέτα! Αλίμονο! Άλλωστε, δεν θυμόμουνα αν ήταν γεμάτο ή μισό, όπως λες!"
..."Δεν κάνω απογραφή...", δεν τό 'πα.

"Σ' ευχαριστώ, που μου το είπες, πάντως! Με συγκίνησες!"
"Άκου με, για να νιώσεις καλύτερα: Λοιπόν, για να ξέρεις! Εγώ εκείνο το πακέτο το πούλησα και τα πήρα τα λεφτά μου, δεν έχασα. Τον αναπτήρα σου, τον χάρισα, σε ένα απ' τα παιδιά... ξέρεις! Έχει τόση φτώχεια η γειτονιά..."

...Λυγμός στο βάθος, δεν φάνηκε.

...Έφτασαν τα ψιλά μου, τα άφησα, είχα καταπιεί γλώσσες και γλώσσες, φλύαρες και μή.

"Ε, τότε, πάρε αυτόν, δώρο!" μού έδινε αναπτήρα.

"Πάλι σου "στοιχίζω"; μού φάνηκε ακριβός. "Δώσ' μου, τότε, έναν από κείνους... τους Τάδε."

Τον πήρε και μού έδωσε έναν άλλον! Πιο βαρύ!

Πάσα στην πάσα, τα φιλότιμα...
Άϊντε και πιο θα επιπλεύσει...!

"Αυτός είναι διαφημιστικός, απ' αυτούς που σού φέρνει ο άντρας σου! Δε μού στοιχίζει..." κι ήταν η τελευταία και νικήτρια πάσα του.

''Κι αν ήξερες... πως δεν μού φέρνει! Τους χαρίζει κι εκείνος σε "εκλεκτούς" πελάτες του γιατί εγώ, δεν είμαι! Κουμάντα κάνω και στους αναπτήρες, όπως και στα τσιγάρα. Δεν τα μπορώ τα μετρήματα..."

Δεν είπα τίποτα, όμως.
Ανταποδώσαμε χαμόγελα, σηκώσαμε κι οι δυο το ένα χέρι, χαιρετηθήκαμε, όπως χαιρετιούνται οι άνθρωποι στα τρένα, στα καράβια, στα λεωφορεία, συγκινημένοι.

Νομίζω πως το μυαλό μου, ένα βήμα πιο πέρα, είπε πολύ δυνατά:

"Τελικά, ότι κάνεις, επειστρέφει!"

Νομίζω πως τ' άκουσε και το παλικάρι (ΥΓΕΙΑ, ΕΥΤΥΧΙΑ και ΕΥΛΟΓΙΑ να έχει!), γιατί κούνησε το κεφάλι του...

Πήρα την ανηφόρα, όπως και το ρολόι.
Να φύγει, να μείνει στη μέρα, μετά οι διορθώσεις

2 σχόλια:

Κυκλαμίνα είπε...

Α! και με ξεγέλασε το και 58! Κέρδισα μια ώρα! 11 πήγε, κι όχι 12!
Σα να μού επέστρεψε ο χρόνος, μια ολόκληρη ώρα!

Κυκλαμίνα είπε...

πακέτο= μια ζωή, δεν πρόκειται να την μάθω αυτή την λέξη!
Πάντα, λάθος!
Άντε, τώρα, να διορθώνεις πακέτα...
σακούλα; κι εδώ κολάω, πάντα!
Αγκρρρρ!