Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Τραγούδια με σαίτα (Σκέφτομαι φωναχτά)


Ελευθερία Αρβανιτάκη - Μη Με Φωνάξεις | Eleftheria Arvanitaki - Mi Me Fonaxis (Official Music Video) 

Υγ. Άντε, να μετατρέψεις Ελευθερία! Ακρίβηνε πολύ, κι αυτή, απαγορεύεται, εδώ και καιρό. Ειδικά οι νέες της δουλειές. Οπότε... την καταργούμε.

Έτσι πάει....

Δυστυχώς!

Πάμε παρακάτω.

Η σαϊτιά στον Άδη; 

Πήγε μία και δεκαέξι;

Χάζεψα, ψάχνοντας!

Σκιάχτηκα....

Μια μολυβιά ήταν η ζεμπεκιά μου, δεν ταιριάζει, άκυρον!

Σμοκοβίτη βρήκα στίχο, τραγούδι, γκε γκε, τον είχα και φίλο στο Δε.Στα.Πα. θα τον ρώταγα. (Θυμήθηκα και τον Νίκο Ξανθόπουλο, μού έλειψε, πρέπει να τον ξαναβρώ!)

Τέλος πάντων, αυτό θα το κρατήσω.

Είναι πολύ μεγάλο, δεν το διάβασα καλά. Δεν είνα τραγούδι, ποίημα είναι.

Ο τίτλος με τράβηξε... (ήθελα κάποτε να γίνω, τηλεφώνησα και σε αγγελία, μάλιστα! Φλογέρα είχα, φυσαρμόνικα είχα, κιθάρες δυο, ντέφι, τουμπερλέκι, φυσαρμόνικα, αρμόνιο, αμέ, μόνο που δεν ξέρω, αλλά δεν νομίζω να είχαν πρόβλημα τα πρόβατα, βουνά ελεύθερα, παντού, αλλά... δεν τους έκανα! Δεν έκατσε η δουλειά, τότε που έψαχνα απεγνωσμένα. Ήθελαν κι άρμεγμα, κ.λ.π. Αδύνατον! Α! πα πα! Έχει και λύκους! Μια χαρά είναι εδώ στην κουζίνα! Μεγάλη η παρένθεση, μετά μεγάλωσε, δεν ήταν. Τί πειράζει; Μη με παρεξηγήσουν; Δεν με πλήρωσε ποτέ κανείς, καρντιά μου, ώστε να έχει απαιτήσεις! Καλό! Ευτυχωωωωωωώς! Παχύ και απαλό το ωωωω, μη μας ακούσουν και πολλοί!)

Κατεβατό, λέμε! Τί κουράδια, τί κοπάδια, αλίμονό μου, Άδη είχε κι εκεί!

Παιδιά, εδώ, προληπτική, δεν πάμε καλά!

Να μ' ανάβετε κανένα κεράκι!

Κι εγώ θα βοηθάω! Αμέ! 

1:30, τώρα. Ψυχή βαθειά! Άμα ανεβαίνω στην ανάρτηση, αντί να κατεβαίνω, καλά πάμε!

Πάει απόψε το Φεις, πάνε κι οι φίλοι και οι ευχές! Τους ζάλισα χθες, άσε, μη με βρίσουν!

Πάμε! Μόνες μας, βοσκοπούλα μου!

Για να μη θυμηθούμε τα γουρουνάκια, τον Άγιο Νικόλαο, τον θείο, τον βιολιτζή, μια παλιά ανάρτηση, χαμένη στο υπερπέραν... ευτυχώς, θυμάμαι ακόμα, την ζωή μου!

Κόπυ, μείνε!

Βοσκοπούλα


Σε μεγάλην εξορία , σ’ ένα λαγκάδι
Μιαν ταχινήν επήγα στο κουράδι
Σε δέντρη, σε λιβάδια, σε ποτάμια
Σε δροσερά και τρυφερά καλάμια .
Μέσα στα δέντρη εκείνα τ’ ανθισμένα
Που βόσκαν τα λαφάκια τα καημένα
Στη γή τη δροσερή τα χορταράκια ,
Που γλυκοκελαϊδούσαν τα πουλάκια,
Πανώρια λυγερή, πανώρια κόρη
Ωσάν καλή καρδιά, κι ωραία στη θώρη,
Έβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση
Κι έλαμπε σαν τον ήλιο η ομορφιά τση .
Ξανθά’ σαν τα μαλλιά στη κεφαλή της ,
Καμάρι και στολίδι το κορμί της ,
Κι η φορεσιά που φόρει ήτον άσπρη ,
Και έλαμπε σαν τον ουρανό με τ’ άστρη .
Στρέφομαι και θωρώ την μέσ’ τα μάθια
Κι εράγην η καρδιά μου τρία κομμάθια ,
Γιατί έρωτες είχαν και εδοξεύγαν
Και να με σαϊτέψουν εγυρεύγαν .
Κι ως μ’ είδασιν οι έρωτες κοντά τους,
Με προθυμιάν απλώσαν τ’ άρματά τους ,
Και παίνουσι σαϊτες και βερτόνια ,
Για να μου δώσουν κρίση την αιώνια .
Και στην καρδιά μου η σαιτιά τως σώνει ,
Είπα και το κορμί μου δεν γλιτώνει ,
Το φώς μου και τα μάτια εθαμπωθήκα
Και σε καημόν αρίφνητον εμπήκα .
Ομπ΄ρος στη βρύση πέφτω λιγωμένος
Κι η κόρη εθάρρει κι είμ’ αποθαμένος .
Λέγει: «των αμματιών μου τα παιγνιδια
Εθανατώσαν το βοσκόν αιφνίδια ».
Έρχεται προς εμένα και γνωρίζει
Πως είμαι λιγωμένος κι αρχινίζει
Να παίρνει ωσάν καλή καρδιά αέρα
Η πλουμιστή μου κι ‘άσπρη περιστέρα .
Και παίρνειν κρυό νερό από τη βρύση
Κι έρχεται προς εμένα να το χύσει .
Ραίνει και λαντουρά το πρόσωπό μου
Λογιάζοντας πως να’ ναι γιατρικό μου .
Το πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι
Ογιά να με συφαίρει από τη ζάλη .
Με το νερόν εκείνον μου φανίσθη
Το πώς ο λογισμός μου εξεζαλίσθη .
Κι από τη γή εμάζωξε για μένα
Βότανα και λουλούδια μυρισμένα
Τα λούλουδα κι ανθοί μυρίζαν τόσα
Νεκρόν από τον Άδη να εσηκώσα .
Με πλήσια προθυμιάν κι οι’δυό κινούμε ,
Το σπήλιον εσπουδάζαμε να βρούμε .
Τα χέρια ενός τ’ αλλού μας εκρατούμαν ,
Πασίχαροι τη στράτα επροπατούμαν .
Τη στρλατα επορπατούμαν ¨ ς’ περβολάκι
Βρίσκω βαγιά και κόβγω ένα κλαδάκι .
Κάνω γοργό πιτήδειο δαχτυλίδι ,
Δίδω το αυτής κι ένα αυτείνη δίδει .
Με τα παιγνίδια επηαίναμε στη στράτα ,
Τα δέντρη ήτον λούλουδα γεμάτα .
Επέφτασιν οι αθοί κι επεριχούσα ,
Τα κάλλη της αφλεντρας μου επλουμούσα .
Έλαμπεν ουρανός κι άστρη γεμάτος
Κι ο άνεμος εφύσα ο δροσάτος ,
Όντε στο σπήλιο σώσαμεν αιφνίδια
Με γέλια με χαρές και με παιγνίδια .
Πιάνει ψωμί , τυρί , χλωρή μαλάκα ,
Κρυόν αρνίν οφτό απάνω ς’ πλάκα
Απού’ χεν για τραπέζι κι ορδινιάζει ,
Και με σπουδή για δείπνο λογαριάζει .
Είχε και ξυδωτό κρασί δαμάκι
Σ’ ένα μικρό και πλουμιστό φλασκάκι ,
Και συγκερνά με κρύο νερό και πίνει ,
Κι απόκεις με καλεί και μένα δίνει .
Μα λέγω της : «εγώ κρασί δεν πίνω
Δεν τρώγω από το κριάς το κρύον εκείνο ,
Ά δεν θεληματέψει η ομορφιά σου
Να’ναι με το φιλίν το κάλεσμά σου».
Ως ήκουσε ήντα τσι’ πα, άφτει και σβήνει ,
Ωσάν το σφακολούλουδον εγίνη
Τα ρόδα τση επλυθήνασι και εφάνει ,
Ωσάν εις το σκοτίδι πυροφάνι .
Τα μάτια χαμηλώνει και μιλεί μου :
«Δεν ήτονε πρεπόν ούδε τιμή μου
Τέτοιας λογής αδιάντροπά να διάξω ,
Μα σένα πρέπει να καταδικάσω .
Εσύ ‘ χεις εξουσιά και πειέ και δός μου
Και θεληματικώς και στανικώς μου .
Και θέλω ά θές κι εσύ οσάν ορίζεις ,
Γιατί ποσώς δε σού ‘ φταισα , γνωρίζεις».
Έπιαμε μια και δυό συγκερασμένο
Ήτονε το πιοτό μας το καημένω
Με τα φιλιά στο δροσερόν αέρα
Και με το πιάσε ‘ νους τ’ αλλού τη χέρα .
Ο πρώτος λόγος όπου λέω στη κόρη :
«Πολλά ‘μαι κουρασμένος ‘ πό τα όρη
Κί ήθελα να μου έκανες τη χάρη
Να πήγαμε γοργός εις το κλινάρι».
Προθυμερνώς σιμώνουμε στη κλίνη ,
Θέτομαι αγκαλιασμένοι εγώ και εκείνη ,
Καιμε το παίξε, γέλασε, αρχινίζει
Όλη η ανατολή να κοκκινίζει .
Κι εις λίγην ώρα βλέπομεν τον ήλιο
Κι εξάπλωνε τς ακτίνες του στο σπήλιο’
Περιλαμπάς τον ήλιο χαιρετούμαι
Και πάμε τα κουράδια μας να βρούμε .
Και πάλε το βραδύ στον ίδιο τόπο
Εβρισκόμεσθεν με πιδέξιον τρόπο ,
Π’ άνθρωπος δεν μπορεί να το γνωρίσει
Ουδεποσώς να μας ομολογήσει .
Μα’ ρθεν εκείν’ η ώρα η πρικαμένη
Τον γέροντα τον κύρην τση ανιμένει ,
Και λέγει μου από σπέρας η κερά μου :
«Ταχιά βοσκέ να σε’ χα συντροφιά μου !
Τον κύρην μου ταχιά τον ανιμένω
Κι από το σπήλιο ουδεποσώς εβγαίνω .
Άμε και σύ στη μάντρα τη δική σου ,
Και μές το μήνα πάλε μου θυμήσου».

Ο γυριμός του βοσκού – το τέλος .

Φτάνω θωρώ το σπήλιο αραχνιασμένο ,
Με βούρκα με πηλά αναμουρδωμένο .
Αλλιάς λογής με δέχτη το καημένο
Παρά που μου’ χες πρώτα μαθημένω .
Σ’ ενού βουνού κορφή , σ’ ένα χαράκι
Ξανοίγω και θωρώ ‘να γεροντάκι,
Κι έβλεπε κάποια πρόβατα ο καημένος ,
Αδύναμος και μαυροφορεμένος .
Σφυρίζω και φωνάζω, χαιρετώ τον ,
Και για τη βοσκοπούλα αναρωτώ τον .
Με φόβο και με τρόμο του δηγούμουν
Και τά δεν ήθελ’ άκουα κι εφουκρούμουν .
Γροικώ το γέρο ομπρός κι αναστενάζει ,
Το ριζικό, τη μοίρα του ατιμάζει ,
Και κλαίοντας μου λέγει : «η πεθυμιά σου
Απόθανε , δεν είναι πλιά κοντά σου .
Γι’ αυτείνη που ρωτάς , ήτον παιδί μου ,
Θάρρος μου του φτωχού κι απαντοχή μου ,

Μα ο Χάρος τηνε πήρε από μπρός μου ,
Και εθάμπωσε τα μάθια και το φώς μου

Καλή καρδιά ‘ τον πάντα και χαρά μου ,
Ανάπαψη πολλή στα γερατειά μου ,
Μα ο λογισμός απού’ χε πάσα βράδυ ,
Παράκαιρα την έβαλε στον Άδη .
Ολημερνίς κι οληνυκτίς να κλαίγη,
Χίλια κακά τση μοίρας τση να λέγει ,
Σαν το κερί ελίγαινε όνταν άφτει ,
Ώστε που διάβην είς τη γή κι εθάφτη ,
Ποτέ τη νύκταν δεν εθώριεν ύπνο,
Ούδ’ έτρωγε το γιόμα ούδε το δείπνο ,
Έδιωχνεν από μπρός της το κουράδι ,
Που το’ χε συντροφιά κι ήσαν ομάδι .
Πολλές φορές στον ύπνο τση εξιπάτο,
Μονάχη της εμίλιε κι εδηγάτο,
Κι ώρα, τη μια μεριά κι άλλη , να πιάσει ,
Έναν καλό βοσκό που’ χεν στα δάση .
Εξύπνουν τηνε τότε και έλεγα τση,

Ίντα πολλά βαρά ‘ν’ στα όνειρά τση ,
Κι ήντα’ ναι τα δηγάται και τα λέγει.
Και παραυτάς αρχίνιζε να κλαίγει :
Κύρη, μεγάλο άδικο μου κάνεις
Να με ξυπνάς και να μ’ αναθιβάνεις ,
Εις τη χαρά που βλέπω στ’ όνειρό μου,
Τον πολυαγαπημένο το βοσκό μου.
Τα νιάμερα τση ήταν οψές, υγιέ μου .
Την ώρα που ξεψύχα εμίλησέ μου ,
Παραγγελιά μ’ αφήκε : επά στα δάση ,
Ένας καλός βοσκός θέλει περάσει ,
Μελαχρινός , λιγνός , και γελασιάρης ,
Νέος και μαυρομάτης , διωματάρης .
Και θέλει σε ρωτήξει ογιά να μάθη
Για κείνην οπού απέθανε κι εχάθη .
Και να του πής πως είναι αποθαμένη
Μα δε του λησμονά ποτέ η καημένη .
Κι ας τηνε λυπηθεί κι ας τηνε κλάψει ,
Τα ρούχα του για λόγου τση να βάψει .
Την αφορμή του’ πε πως την εχάσε
Ωσάν είδεν ο μήνας κι επεράσε ,
Ζιμιό αλησμόνησέ την, την καημένη ,
Για κείνο εθανατώθη πρικαμένη .
Κι από τη σουσσουμιά σου εκείνος είσαι ,
Και κλαίγει σε η καρδιά μου και πονεί σε ,
Γιατ’ ήθελα παιδί μου να σε κάμω ,
Κι είχαμε μιλημένα και για γάμο ».
Έκλαιγεν η καρδιά μου και εθρηνάτο
Σαν άκουσα έτοιας λογής μαντάτο ,
Ουδ’ έβλεπα, ούδ’ άκουγα , ούδ’ εθώρουν,
Στα πόδια μου να στέκω δεν εμπόρουν .
Κι αρχίνισα τη μοίρα μου να βρίζω
Το ριζικό μου ν’ αναθεματίζω ,
Τον έρωτα το ψεύτη ν’ ατιμάζω
Και μπλιό για τη ζωή μου δε λογιάζω .
«Κύρη, γονή, να ζήσης , αφεντάκι ,
μη βαρεθείς τη στράτα καμποσάκι ,
να πάμε στο μνημούρι τσι κεράς μου ,
να κάμω το κοντέτο τση καρδιάς μου.
Σε σπήλιο σκοτεινό να κατοικήσω ,
Ποτέ παρηγοριά να μη γρικήσω ,
Μα πάντα μοναχός μου να γυρίζω ,
Ούδεν να δώ ούδε ν’ αναντρανίζω .
Δίχως γαμπά , ξεπόδυτος να πηαίνω
Σ’ τόπον αγκαθερό και χιονισμένο .
Να με θωρούν γυμνό και αναμαλλιάρη
Κι όλοι να με κρατούσι διακονιάρη .
Για σφάλμα και για πάθημα δικά μου
Έβαλα εις τον Άδη τη κερά μου !!!
Να’ χα τη φτάξει ζωντανή να μάθη
Την αρρωστιά και τα πολλά τα πάθη !
Τώρα θωρώ στ’ αλήθεια μ’ απαρνήθης
Στ’ αραχνιασμένο στρώμα που εκοιμήθης
Και δεν μπορώ ο φτωχός να σου μιλήσω
Να μου συντύχης και να σου μιλήσω .
Μάτια μ’, αφόντ’ εχάσατε το φώς σας
Πλιό λυγερή μηδέν ιδήτε ομπρός σας
Και ποια παρηγοριά μπορεί να σώσει
Αλάφρωση στση πόνος μου να δώσει ;
Φίλους και συγγενείς θέλω μισήσει
Δεν θέλω να σφαγώ μα θέλω ζήσει ,
Για να’ χω πόνος , πίκρες και λαχτάρες ,
Καθημερνώς καημούς και λιγωμάρες .
Μα θέ να ζιώ και θέ να παραδέρνω ,
Χίλιες φορές την ώρα ν’ αποθαίνω ,
Τα όρη τα χαράκια να με φάσι ,
Και να’ ναι η κατοικιά μου μές τα δάση .
Μέρα , νύκτα να κλαίω να θρηνούμαι ,
Τα πάθη μου στα όρη να δηγούμαι ,
Να κάμω τα θεριά να μ’ ακλουθούσι ,
Να κλαίουν μετα μένα , να πονούσι .
Παντούρα να μην παίξω ουδέ φιαμπόλι ,
‘ς λιβάδι να μην μπώ ούδ’ εις περβόλι
Τα πρόβατά μου μπλιό να μην αρμέξω
Μα να περνώ κακόν καιρό κι αδέξο.
Το προβατάκι τ’ άσπρο τ’ μπολιάρι ,
Οπού’ χα τση κεράς μου αμπολιάρει ,
Εκείνο μόνο να’ χω μετά μένα ,
Να πηαίνομαι τα δυό συντροφιασμένα ,
Να κλαίγει αυτό τ’ αρνί κι εγώ την κόρη ,
Να πορπατούμε στα βουνά , στα όρη ,
Στην αγκαλιά μου να τ’ αποκοιμίζω ,
Το ριζικό μου το κακό να βρίζω .
Κι οντε βροντά κι αστράφτει και χιονίζει ,
Κιανείς βοσκός στα όρη δεν γυρίζει ,
Τότες εγώ στα δάση και στα όρη ,
Να κλαίγω αυτείνη τη πανώρια κόρη .
Να μην εβγεί βοσκός απου το σπήλιο ,
Τα νέφη να σκεπάσουσι τον ήλιο ,
Και να ψυγούν τα χόρτα στο λιβάδι ,
Κι από τη μάντρα να μη βγεί κουράδι .
Ούδε πουλί στο δάσο μη πετάξει ,
Και την αυγή ο κράχτης μη φωνιάξει ,
Και το αδονάκι μπλιό μη κελαδήση ,
Κι αετός ας τυφλωθεί μη κυνηγήσει .
Τη νύχτα μη προβάλλει το φεγγάρι
Εις το γθαλό να μη βρεθεί μπλιό ψάρι ,
Κι ας αποφρύξουν βρύσες και ποτάμια ,
Κι ας ξεραθούν τα τρυφερά καλάμια !!!»

 πηγή, εδώ

Ποιος το έγραψε, ρε, πιδάκι  μ', δε θα μ' πεις;

Και τα πνευματικά δικαιώματα; Λεύτερα; Όλα τα κουράδια; (Όπου κουράδι= πρόβατο, μη παρεξηγηθώ, κιόλας!)

Αχ! Τί τραβάμε και δεν το μαρτυράμε κι εμείς οι ερασιτέχνες γιουτιούμπερρρρρς!( Το ρ με στίλ)

****

Εδώ που έφτασα, για μια σαίτα, τί να λέμε;

Μέγα άλλοθι για τρελοποδίτσα...

Δεν έμαθα κι ειδήσεις!

Καλύτερα!

Καλύτερα;

...και πέτυχα και βιβλίο: "Πως να προφυλαχτείτε απ' τον σεισμό"!

Δεν τον έφερα όμως, μακριά στα ακατοίκητα όρη, στα βουνά, εκτός αν έχει βοσκοπούλες, κουράδια, ακόμα και λύκους.

Φύγε μωρέ, ανάρτηση, για ανάρτηση, για να δουν πόσες ώρες μπορεί να ξοδέψει ένας γιουτιούμπερς, ένας μπλόγγερ, κ.λ.π. απ' την ζωή του, άμα έχει μικρόβια ττττττ (απαλααααά) τττέχνης και ευαισθησίας.

Θα σού 'λεγα...!

Μείνε, μη φεύγεις, θα το ξανασκεφτώ, μην έρθουν ζουρλομανδίες!

Δεν υπάρχουν σχόλια: