...Νιώθω, σα να γύρισα από ένα πολύ μακρινό ταξίδι.
Σε καρέκλα καθόμουνα, σταθερά, στην κουζίνα μου, στα μάτια δυο θολά τζάμια, έκαναν τις ορατότητες μηδέν, το δεκανίκι τιμόνι του ίντερνετ, όποτε ήθελε βοηθούσε.
Με βάρκα την ελπίδα ξεκίνησα, πέρασα όμως από Συμπληγάδες πέτρες και βουνά, θάλασσες και ωκεανούς, βάθη και ύψη, γενικά, τόπων, χρόνων, ιστορίας, κυρίως από συμπεριφορές ανθρώπων.
Αλλού βρεχόμουνα, αλλού λιαζόμουνα.
Προσαρμοζόμουνα.
Η αποσκευή μου, καμία.
Ήθελα να δώσω χαρά, κι αυτή δεν μπαίνει σε κουτάκι, έχει ειδικό βάρος.
Είναι αόρατη, την κουβαλάς, κι αναλόγως την μοιράζεις.
Εξαρτάται απ' τις πίκρες ή απ' τα παράπονα που θα συναντήσεις, χαρίζοντας...
Είναι ικανά να σε βγάλουν απ' τον αρχικό στόχο και να κοιτάξεις γύρω... να δεις τις ανάγκες.
Δεν μπορεί να δίνεις μόνο σε έναν χαρά, φτάνει, περιμένουν κι άλλοι, που ίσως τους φτάσει μια μικρότερη ποσότητα...
Έτσι, έφτασε στ' αυτιά μου το παράπονο ένός άντρα, που δεν έχω συναντήσει ακόμα από κοντά, ξέρω ότι είναι γκρινιάρης πολύ, μα τον αγαπώ πολύ, γιατί, όπως είπε κι εκείνος:
"Με την Κατερίνα έχουμε πολλά κοινά. Έχει Δημήτρη άντρα, αγαπάει το ποδόσφαιρο εκείνος, εκείνη αγαπάει τις θάλασσες, εγώ θαλασσοπόρος, μια ζωή, να της πεις, να γράψει κάτι για καράβια και να μου το αφιερώσει..."
Αγαπημένε μου, καραβοκύρη, Δημήτρη, μού διέλυσες τις άγκυρες...
Ποιος να το κάνει αυτό;
Ποιος θα ήταν ιδανικός πιο ιδανικός, στο να μιλήσει για θάλασσες;
Εδώ "πουτάνα" της στεριάς.
Περιμένει με τα κυάλια, πότε γυμνή και πότε στολισμένη, να πλησιάσει κάποιο καράβι στα ρηχά, να δέσει κόμπο, να κατέβει ο ναύτης, ό όποιος ναύτης, δεν ξεχωρίζει χρώμα, χώρα, ηλικία ή φυλή,αρκεί το δέρμα του, να τό 'χει ψήσει η αλμύρα, μέσα έξω, νά 'χει σημάδια από φουρτούνες και νά 'χει τρόπο να της διηγηθεί τα ταξίδια του και πια όνειρα κυνηγάει....
Πόσο λυπάμαι που είμαι άνθρωπος, κι όχι γλάρος, να έχω φτερά, να πετάξω, ν' ακολουθήσω το καράβι της ζωής σου, να πετάω εκεί γύρω σας, να σας βλέπω, να μαθαίνω και να ξέρω...
Καραβοκύρη μου, Δημήτρη, αγαπημένε μου, κι ας είσαι άντρας φίλης, υπάρχουν πολλών ειδών αγάπες, σ' αγαπώ, να το ξέρεις!
Θά 'θελα να σού χαρίσω, όλα τα καράβια μου, κι έχω πολλά.
Είναι όλα μελαγχολικά, γιατί ... έτσι συμβαίνει στην στεριά, εκτός αν πρόκειται για σύντομες στάσεις, μόνο για εφόδια ή διασκέδαση, ξέρεις εσύ και μετά, άντε, να ξαναβραχούν πάλι, γιατί αυτός είναι ο ζωής, χώρος τους.
...Τα είχα κρύψει τα καράβια μου, τόσο καλά που ίσως δεν μπορέσω ποτέ, ούτε εγώ η ίδια να τα ξαναβρώ.
Ήταν ο δικός μου θησαυρός, ο αταξίδευτος, που θα περίμενε την στιγμή του, την άξια, να μού τον κλέψουν.
Δεν ήρθε, ούτε θα έρθει, εκείνος ο άξιος ναύτης που θα του τα παρέδινα όλα και θα πέταγα τα κυάλια...
Όπως και νά 'χει,
...Ενώ ταξίδευα στην σωσίβια λέμβο της ζωής, της αγαπημένης σου Γιώτας, σκεφτόμουνα, τί να σου χαρίσω;
Μόνο τα ιστιοφόρα της regatta του Βόλου, είχαν φορτίο ελπίδας πάνω τους, κι είχαν πολύ, χιλιάδες οι ναύτες και τα ναυτάκια... μα κι εκείνα έφυγαν, έπιασαν άλλα λιμάνια...
Έπεσε να πεθάνει, τότε, εκείνη η.... καφετζού που παρέμεινε στο λιμάνι, μόνο με τους γνωστούς της ναύτες, που δεν ταξίδευαν πια, που είχαν όμως, πολλές αναμνήσεις ζωής, για να της νανουρίσουν τα μιλίων της... όνειρα.
Να σε παραπέμψω εδώ, ώστε να κοιμηθείς γλυκά απόψε;
Κι άλλη μέρα, αλλού, στα άλλα μου καράβια, τα πραγματικά λυπημένα.
Μού υπόσχεσαι κι εσύ, ότι μόλις ξυπνήσεις, θα διηγηθείς μια ωραία ιστορία, μαζί με το πρωινό, στην αγαπημένη μας Γιώτα, που ξέρει να στίβει την πένα, να την γράψει; Να μεσολαβήσει στον εξ αποστάσεως, μα αληθινό, αλλιώτικο έρωτά μας που αρχίζει και τελειώνει μόνο στ' αυτί; (αν έχεις κι απ' αυτές... που θυμίζουν δικό μου καρτέρι... πολύ θα μ' αρέσει!)
Καραβοκύρι μου, Δημήτρη, νά 'σαι γερός, ευτυχισμένος κι αραγμένος, στο πιο απάνεμο λιμάνι της Γιώτας μας, χωρίς γκρινίτσες, κι εκεί να δεις, θα ξεχειμωνιάσουμε όμορφα, ζεστά, αλλιώτικα, καλύτερα από άλλες χρονιές, φέτος!
Να είστε γεροί και ευτυχισμένοι, να χαίρεστε την μεγάλη και πολυαγαπημένη οικογένειά σας!
Στον Δημήτρη αφιερωμένη η βιαστική, αλλά εκ βαθέων ανάρτηση, όλα κι όλα!
Υγ. Γιώτα, ΚΙΧ!
Νά 'τα μας!
Όλοι έχουν δικαίωμα στην χαρά, γιατί η Τέχνη δεν είναι μόνο στα μολύβια, αλλά στις στεριές, στις θάλασσες και στα βουνά! Εσύ το ξέρεις καλύτερα, έχεις και σύντροφο ζωής, Μεγάλο Δάσκαλο!
Φιλιά!
Ξημερώνει εδώ!
Σε καρέκλα καθόμουνα, σταθερά, στην κουζίνα μου, στα μάτια δυο θολά τζάμια, έκαναν τις ορατότητες μηδέν, το δεκανίκι τιμόνι του ίντερνετ, όποτε ήθελε βοηθούσε.
Με βάρκα την ελπίδα ξεκίνησα, πέρασα όμως από Συμπληγάδες πέτρες και βουνά, θάλασσες και ωκεανούς, βάθη και ύψη, γενικά, τόπων, χρόνων, ιστορίας, κυρίως από συμπεριφορές ανθρώπων.
Αλλού βρεχόμουνα, αλλού λιαζόμουνα.
Προσαρμοζόμουνα.
Η αποσκευή μου, καμία.
Ήθελα να δώσω χαρά, κι αυτή δεν μπαίνει σε κουτάκι, έχει ειδικό βάρος.
Είναι αόρατη, την κουβαλάς, κι αναλόγως την μοιράζεις.
Εξαρτάται απ' τις πίκρες ή απ' τα παράπονα που θα συναντήσεις, χαρίζοντας...
Είναι ικανά να σε βγάλουν απ' τον αρχικό στόχο και να κοιτάξεις γύρω... να δεις τις ανάγκες.
Δεν μπορεί να δίνεις μόνο σε έναν χαρά, φτάνει, περιμένουν κι άλλοι, που ίσως τους φτάσει μια μικρότερη ποσότητα...
Έτσι, έφτασε στ' αυτιά μου το παράπονο ένός άντρα, που δεν έχω συναντήσει ακόμα από κοντά, ξέρω ότι είναι γκρινιάρης πολύ, μα τον αγαπώ πολύ, γιατί, όπως είπε κι εκείνος:
"Με την Κατερίνα έχουμε πολλά κοινά. Έχει Δημήτρη άντρα, αγαπάει το ποδόσφαιρο εκείνος, εκείνη αγαπάει τις θάλασσες, εγώ θαλασσοπόρος, μια ζωή, να της πεις, να γράψει κάτι για καράβια και να μου το αφιερώσει..."
Αγαπημένε μου, καραβοκύρη, Δημήτρη, μού διέλυσες τις άγκυρες...
Ποιος να το κάνει αυτό;
Ποιος θα ήταν ιδανικός πιο ιδανικός, στο να μιλήσει για θάλασσες;
Εδώ "πουτάνα" της στεριάς.
Περιμένει με τα κυάλια, πότε γυμνή και πότε στολισμένη, να πλησιάσει κάποιο καράβι στα ρηχά, να δέσει κόμπο, να κατέβει ο ναύτης, ό όποιος ναύτης, δεν ξεχωρίζει χρώμα, χώρα, ηλικία ή φυλή,αρκεί το δέρμα του, να τό 'χει ψήσει η αλμύρα, μέσα έξω, νά 'χει σημάδια από φουρτούνες και νά 'χει τρόπο να της διηγηθεί τα ταξίδια του και πια όνειρα κυνηγάει....
Πόσο λυπάμαι που είμαι άνθρωπος, κι όχι γλάρος, να έχω φτερά, να πετάξω, ν' ακολουθήσω το καράβι της ζωής σου, να πετάω εκεί γύρω σας, να σας βλέπω, να μαθαίνω και να ξέρω...
Καραβοκύρη μου, Δημήτρη, αγαπημένε μου, κι ας είσαι άντρας φίλης, υπάρχουν πολλών ειδών αγάπες, σ' αγαπώ, να το ξέρεις!
Θά 'θελα να σού χαρίσω, όλα τα καράβια μου, κι έχω πολλά.
Είναι όλα μελαγχολικά, γιατί ... έτσι συμβαίνει στην στεριά, εκτός αν πρόκειται για σύντομες στάσεις, μόνο για εφόδια ή διασκέδαση, ξέρεις εσύ και μετά, άντε, να ξαναβραχούν πάλι, γιατί αυτός είναι ο ζωής, χώρος τους.
...Τα είχα κρύψει τα καράβια μου, τόσο καλά που ίσως δεν μπορέσω ποτέ, ούτε εγώ η ίδια να τα ξαναβρώ.
Ήταν ο δικός μου θησαυρός, ο αταξίδευτος, που θα περίμενε την στιγμή του, την άξια, να μού τον κλέψουν.
Δεν ήρθε, ούτε θα έρθει, εκείνος ο άξιος ναύτης που θα του τα παρέδινα όλα και θα πέταγα τα κυάλια...
Όπως και νά 'χει,
...Ενώ ταξίδευα στην σωσίβια λέμβο της ζωής, της αγαπημένης σου Γιώτας, σκεφτόμουνα, τί να σου χαρίσω;
Μόνο τα ιστιοφόρα της regatta του Βόλου, είχαν φορτίο ελπίδας πάνω τους, κι είχαν πολύ, χιλιάδες οι ναύτες και τα ναυτάκια... μα κι εκείνα έφυγαν, έπιασαν άλλα λιμάνια...
Έπεσε να πεθάνει, τότε, εκείνη η.... καφετζού που παρέμεινε στο λιμάνι, μόνο με τους γνωστούς της ναύτες, που δεν ταξίδευαν πια, που είχαν όμως, πολλές αναμνήσεις ζωής, για να της νανουρίσουν τα μιλίων της... όνειρα.
Να σε παραπέμψω εδώ, ώστε να κοιμηθείς γλυκά απόψε;
Κι άλλη μέρα, αλλού, στα άλλα μου καράβια, τα πραγματικά λυπημένα.
Μού υπόσχεσαι κι εσύ, ότι μόλις ξυπνήσεις, θα διηγηθείς μια ωραία ιστορία, μαζί με το πρωινό, στην αγαπημένη μας Γιώτα, που ξέρει να στίβει την πένα, να την γράψει; Να μεσολαβήσει στον εξ αποστάσεως, μα αληθινό, αλλιώτικο έρωτά μας που αρχίζει και τελειώνει μόνο στ' αυτί; (αν έχεις κι απ' αυτές... που θυμίζουν δικό μου καρτέρι... πολύ θα μ' αρέσει!)
Καραβοκύρι μου, Δημήτρη, νά 'σαι γερός, ευτυχισμένος κι αραγμένος, στο πιο απάνεμο λιμάνι της Γιώτας μας, χωρίς γκρινίτσες, κι εκεί να δεις, θα ξεχειμωνιάσουμε όμορφα, ζεστά, αλλιώτικα, καλύτερα από άλλες χρονιές, φέτος!
Να είστε γεροί και ευτυχισμένοι, να χαίρεστε την μεγάλη και πολυαγαπημένη οικογένειά σας!
Στον Δημήτρη αφιερωμένη η βιαστική, αλλά εκ βαθέων ανάρτηση, όλα κι όλα!
Υγ. Γιώτα, ΚΙΧ!
Νά 'τα μας!
Όλοι έχουν δικαίωμα στην χαρά, γιατί η Τέχνη δεν είναι μόνο στα μολύβια, αλλά στις στεριές, στις θάλασσες και στα βουνά! Εσύ το ξέρεις καλύτερα, έχεις και σύντροφο ζωής, Μεγάλο Δάσκαλο!
Φιλιά!
Ξημερώνει εδώ!
2 σχόλια:
Blogger Ο/Η Αστοριανή είπε...
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ
για της Κατερίνας τα "Καράβια..."
Κατερίνα μου,
πανέμορφα σαν τα όνειρά σου...
κι εκείνο το γράμμα!!!!!!!!!!
Τσουνάμι!
Όσο για τα τραγούδια, με την σειρά τους καλή μου Φίλη, έβαλες τόσα πολλά.
Κι η πολλύ συγκίνηση, πειράζει την καρδιά...
Μεταξύ μας, έχουμε τόσους πολλούς παλιούς δίσκους, μα πίστεψέ μας, όλο βουρκώνουν τα ...σύννεφα και δεν πάει καλά η μέρα!!!!!!!!!!!!
Η απόσταση μας έχει κάνει πολύ συναισθηματικούς... και του Δημήτρη η καρδιά... είναι κυρίως για τον εγγονό του, να ξαναθυμάται παλαιά τραγούδια και να του τα τραγουδάει στην άπλα της πίσω αυλής τους, ή στο πάρκο που πάνε για "κολοτούμπες"... στην άμμο
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ θερμά... κι εγώ. προ΄χω΄ρησα και πήγα και σε άλλε δικές σου σελίδες που μόνο όταν έχεις πόνο ξεσπάς και γράφεις.................
Να είσαι πάντα καλά, Φίλη μας,
Υιώτα και Δημήτρης
Δευτέρα, Οκτωβρίου 12, 2015 1:43:00 μ.μ.
Εδώ, το "π-------" ήθελα να το διορθώσω, αλλά αφού μού βγήκε αυθόρμητα, πρώτη φορά στη ζωή μου, το άφησα!
Σ' χωράτε!
Δημοσίευση σχολίου