Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Ποίηση Σπύρου Μακρυγιάννη

 Το τρένο της ελπίδας


Άφησαν πίσω μια ολόκληρη ζωή
σπίτι και βιος και μια γλυκιά πατρίδα,
πέρασαν σύνορα, βρεθήκαν σ’ άλλη γη
σαν του πολέμου ξέσπασε η καταιγίδα.

Σε σαπιοκάραβα στοιβάχθηκαν πολλοί
και τόσοι χάθηκαν στα κύματα ως τώρα,
φωτιά και σίδερο στη Μέση Ανατολή,
κι η ελπίδα μπάρκαρε να πάει σε άλλη χώρα.

Κάθε μια μέρα φέρνει η θάλασσα κορμιά
όμως δεν μένει πια εδώ ο Ξένιος Δίας,
η φτώχεια σβήνει κάθε του κληρονομιά,
βγήκε κι εκείνος στο Ταμείο ανεργίας.

Αθήνα – σύνορα τα πούλμαν στην σειρά
κι ο δρόμος ύστερα σπαρμένος με αγκάθια
μάνες, πατέρες με παιδιά στην αγκαλιά,
τα ‘‘νήματα’’ να κόβουν μέσα απ’ τα χωράφια.

Και να που τώρα ακολουθούνε τις γραμμές
κουρέλια ανθρώπινα που γνώρισαν τον πόνο
που έχασαν όλα όσα είχαν μέχρι χθες
δεν έχουν άλλο πια, η ελπίδα μένει μόνο.

Χιλιάδες σε μια αποβάθρα οι ψυχές
όμως το τραίνο της ελπίδας μόνο ένα,
κοιμάται η Ευρώπη δίχως τύψεις κι ενοχές
κι ας έχει τόσο τα σεντόνια λερωμένα…

Ποιος πια να ανέβει στα βαγόνια του αυτά;
Κάνουν κι εκείνα ότι μπορούν να τους χωρέσουν,
να μην χωρίσουν τους γονείς απ’ τα παιδιά,
την μοίρα τους μαζί να βρουν για να μπορέσουν.

Έχουν γνωρίσει κάποτε την προσφυγιά
και είναι με δάκρυα από τότε ποτισμένα,
ξέρουν πως είναι η μόνη πια παρηγοριά
για όποιον ψάχνει μια ζωή πέρα στα ξένα.

Και όταν φεύγουν φορτωμένα με ψυχές
θέλουν ξανά γρήγορα πάλι να γυρίσουν
να ξεπεράσουν τις δικές τους αντοχές
και πιο πολλούς μες την αγκάλη τους να κλείσουν…
γράφει ο Σπύρος Μακρυγιάννης - Αργοναύτης
****
Στην αυγουστιάτικη πανσέληνο
Ξεπρόβαλες ολόσωμη στης θάλασσας την άκρη
και άθελά μου κύλησε στα μάτια μου το δάκρυ
μπροστά στο μεγαλείο σου που φώτισε την πλάση
κι ασήμωσε την θάλασσα και στα βουνά τα δάση...
Ανέβηκες στον ουρανό, βασιλικό το βήμα
όλο μεγαλοπρέπεια, κι εγώ δικό σου θύμα
άφωνα 'κει στεκόμουνα να σε γλυκοκοιτάζω
της νύχτας ω αγνή θεά, με δέος να θαυμάζω.
Η νύχτα υποχώρησε στην λάμψη την δική σου,
και το σκοτάδι γνώρισε την τόση δύναμή σου
σκόρπισε έστω μια βραδιά και γλύκανε η ζωή μου
σαν μέσα από τα μάτια μου τρύπωσες στην ψυχή μου.
****
Σ’ αναζητώ


Σ’ αναζητώ
στο νιο φως πρώτος ήλιος που δίνει
πρωί, στ’ ανοιχτό παραθύρι,
να θυμηθώ,
πως ελπίδα είσαι Εσύ που δεν σβήνει
στης ζωής μου το πατητήρι…
Σ’ αναζητώ
στης μικρής εκκλησιάς την γαλήνη,
απόγευμα, δίπλα στην θάλασσα,
να ξεχαστώ,
της ψυχής να γλυκάνει η οδύνη,
απ’ τα χρόνια που άθελα χάλασα…
Σ’ αναζητώ
στης βαθιάς σκέψης δίπλα την κρήνη,
βράδυ, στο έρημο σπίτι,
να λυτρωθώ,
στον καθρέφτη που αδέκαστα κρίνει,
να πετάξω κι εγώ σαν σπουργίτι…
Σ’ αναζητώ
και το χέρι Σου δεν με αφήνει
νύχτα, στο άδειο κρεβάτι,
να γκρεμιστώ,
το σκοτάδι γύρω όλα τα ντύνει,
κι εσύ πάνω μου άγρυπνο μάτι…
 _
*****
» Το μεγάλο ταξίδι, του Σπύρου 
Ήταν μια μέρα σαν αυτή
πρώτη φορά σε ξένη γη
στα δεκαοχτώ μου χρόνια…

Απ’ τ’ αεροδρόμιο στο σταθμό
με ένα μετρό κάπως παλιό
δέντρο εγώ άπλωνα κλώνια.

Το τραίνο βρήκα το σωστό
για τον δικό μου προορισμό
κι άρχισα ήδη τα όνειρά μου…

Διάλεξα άδειο ένα κουπέ
κάνω τσιγάρο δίχως καφέ
παρέα με την μοναξιά μου…

Κι όταν ξεκίνησε ο συρμός
μες την ψυχή μου ένας τριγμός
στην πόρτα στάθηκε κι ο φόβος.

Τι θα ‘βρω φτάνοντας εκεί;
Που θα μου χτίσω μια ζωή;
Υπάρχει για όλα κάποιος λόγος;

Έμεναν πίσω οι σταθμοί,
φαντάζει αιώνια η διαδρομή
σαν πας στο άγνωστο ταξίδι…

Κι έφτασα νύχτα στην ερημιά
ενός σταθμού στην ξενιτειά
ψυχή κουβάρι σαν το φίδι…

Μα αν τραίνο μ’ έφερε εδώ
σίγουρα θα ‘ναι για καλό
αφού τα τραίνα τ’ αγαπάω…

Κι έχουν μέσα ψυχή κι αυτά
και νιώθουν όποιον τ’ αγαπά…
Στη σκέψη αυτή χαμογελάω…
 _
γράφει ο Σπύρος Μακρυγιάννης - Αργοναύτης
*****
Του σταθμού το παράπονο
Δεν σταματούν τα τραίνα πια εδώ,
δύο μονάχα τοπικά όλη τη μέρα,
και το παράπονο τον παίρνει το σταθμό
όταν διαβαίνουν οι ταχείες με αέρα.

Κάποιες φορές τον χαιρετούνε βιαστικά
με ένα σφύριγμα που μοιάζει κοροϊδία,
περνάνε τρέχοντας και χάνονται μακριά
λες και η θέα του τους προκαλεί αηδία.

Μόνη χαρά σαν σταματήσει εμπορικό
και μια ταχεία να περάσει περιμένει,
βρίσκει πως ρόλο παίζει αυτός σημαντικό
κι έτσι για λίγο του γελά η οικουμένη.
_
γράφει ο Σπύρος Μακρυγιάννης - Αργοναύτης
*****
Σκηνή ‘‘Αποχωρισμός’
Σαν την αποχαιρέταγε σ’ εκείνο τον σταθμό
δεν ήταν πλέον σίγουρος αν έπρεπε να φύγει
κι ένιωθε πως άδειαζε και σώμα και μυαλό
μα τώρα πια η ξένη γη ήταν για εκείνον λίγη.

Θυμήθηκε πρώτη φορά που ήρθε στην Ελλάδα
όλα γύρω παράξενα, γεμάτα χρώμα, φως
και μουσικές και θάλασσα, της γης την αγριάδα…
Στα δώδεκα τον μάγεψε γαλάζιος ουρανός.

Και ύστερα θυμήθηκε του γυρισμού το τραίνο
και τις παράλληλες γραμμές όλο μελαγχολία,
τον τόπο που μεγάλωσε τον ένιωθε πια ξένο,
πράσινο και μονότονο, με τάξη και ανία.

Υπόσχεση σιωπηλή στου τραίνου τον ρυθμό
έδωσε τότε μέσα του πως πίσω θα γυρίσει
και την επαναλάμβανε στις ράγες η ηχώ…
Χρόνια πολλά περίμενε ώσπου να την τηρήσει.

Τώρα την ύστατη στιγμή σκέφτεται αν είναι λάθος
και ίσως θέλει μέσα του να τον κρατήσει εκεί
με λόγια που πλημμύρισαν απ’ του κορμιού το πάθος
ν’ αλλάξει την απόφαση ίσως αυτό αρκεί…

Όμως στεκόταν σιωπηλή, τον άφηνε να φύγει
μετέωρο τον κράταγε το θέλω διχασμένο
κει στα σκαλιά του βαγονιού το ένα μισό να πνίγει
σαν θεατής και ηθοποιός σ’ έργο χιλιοπαιγμένο…

Έπρεπε πια να ανεβεί σ’ εκείνο το βαγόνι.
Στάθηκε στο παράθυρο, στα μάτια την κοιτούσε
ακίνητη όπως στέκονταν σ’ εκείνο το λαμπιόνι
μην και εκείνη ανεβεί στο τραίνο όπως ποθούσε…

Ώρα πολλή τον κοίταγε, τα χείλη της σφιγμένα,
μια απουσίας έκφραση στο πρόσωπό το αχνό
και σαν ξεκίνησε ο συρμός αφού έλυσε τα φρένα
σαν χειροκρότημα άκουγε της ρόδας τον ρυθμό.

Οι ταξιδιώτες του πρωινού σαν θεατές κι εκείνοι
έμοιαζαν να χειροκροτούν. Σκηνή ¨αποχωρισμός¨.
Στην αποβάθρα πια μακριά κουκκίδα έχει γίνει
ακίνητη όπως στέκεται. Και τρέχει ο συρμός…
_
γράφει ο Σπύρος Μακρυγιάννης - Αργοναύτης
*****
 Ο χορός της μοναξιάς
Έφευγε το τραίνο σ’ έπαιρνε μακριά
κι εγώ στην αποβάθρα χωρίς παρηγοριά
σε κράταγα απ’ το χέρι, λες και ήταν δυνατό
αυτό το κράτημά μας να ‘ναι φρένο στον συρμό.

Πρόλαβα μονάχα να φωνάξω σ’ αγαπώ
σαν το τραίνο χώρισε τα χέρια μας τα δυο
ίσως να το άκουσες πριν το καταπιεί
η βουή του τραίνου στην νυχτιά την σκοτεινή.

Μάλλον ήταν τότε η πρώτη μου φορά
που μίσησα ένα τραίνο, τι μου πήρε τη χαρά,
άδειασε για μένα τότε ο σταθμός
λες και ήμουν πλέον στον κόσμο μοναχός.

Έμεινα να βλέπω το φανάρι της ουράς
μέχρι και που χάθηκε στο μαύρο της νυχτιάς
θόλωσε το βλέμμα μου και έσπασε η καρδιά
σκόρπισε στις ράγες που σε πήραν μακριά.

Έκρυψα το δάκρυ στο παγκάκι του σταθμού
έπνιξα τον πόνο του αποχωρισμού
μάζεψα απ’ τις ράγες τα κομμάτια της καρδιάς
κι άρχισε για μένα ο χορός της μοναξιάς…
_
γράφει ο Σπύρος Μακρυγιάννης - Αργοναύτης
*****
Της ζωής μου τα τραίνα, του Σπύρου 

Μια ζωή προσπαθώ
να μην χάσω το τραίνο
να είμαι εκεί στο σταθμό
κι απ’ τους πρώτους να μπαίνω
όμως πάντα σχεδόν
δεν υπάρχει πια θέση
ταξιδεύω οκλαδόν
στου διαδρόμου τη μέση…

Τα ταξίδια μικρά
κι όμως μοιάζουν μεγάλα
από εκεί χαμηλά
δίχως θέα μια στάλα
κι όλο λέω άλλο πια
τραίνο εγώ δεν θα πάρω
κι όμως να ‘μια ξανά
στο σταθμό με τσιγάρο…

Η ελπίδα όπως λένε
τελευταία πεθαίνει
και τα τραίνα δεν φταίνε
που στραβά μου πηγαίνει
θα βρεθεί μια φορά
κάποια θέση για μένα
αν εγώ προσπαθώ
να μην χάνω τα τραίνα…

Θα στρωθώ για καλά
στην παράθυρο-θέση
στη ζωή που κυλά
η ματιά μου να πέσει
επιτέλους κι εγώ
να χαρώ το ταξίδι
λίγο σαν τον αητό
κι όχι πια σαν το φίδι…
_
γράφει ο Σπύρος Μακρυγιάννης - Αργοναύτης
 *****
 Ηλιοβασίλεμα

Την δύση αυτή που ζούμε μην φοβάσαι
άσε την νύχτα να σκεπάσει και τον Άδη
πως ξημερώνει πάντα να θυμάσαι
ενώ η ζωή θεριεύει στο σκοτάδι...

Έβαλα θάλασσα από στίχους να δροσίζει
γόνιμο κάπου ξεχασμένο ακρογιάλι...
Θά 'ρθει πρωί και θα το δεις θ' ανθίζει
μέσ' απ' το κύμα η ελπίδα μας και πάλι...

Όταν η νύχτα πλησιάζει μην τρομάζεις
σκέψου στο φως που φεύγει κάτι νέο
κακό στο νου σου τέτοιες ώρες πια μην βάζεις
δώσε στον κόσμο την αυγή κάτι ωραίο.
 _
*****
Το τρένο

Θυμάμαι πάντα από παιδί εσένα ν’ αγαπάω
στα χέρια μου το κάθε τι γινόσουνα εσύ
πάνω στην γέφυρα πεζών μανούβρες να κοιτάω
ξεχνιόμουν καθημερινά ώρες πολλές εκεί…

Με μάγευαν τα σύννεφα καπνού που με τυλίγαν
κι εκείνο το μοναδικό το άρωμα σταθμού
μετρούσα τρένα που έφυγαν και ήξερα που πήγαν
μαζί τους συνταξίδευα για λίγο με το νου…

Και σαν ερχόταν η στιγμή να κάνω ένα ταξίδι
το ίδιο πάντα σκίρτημα μ’ έπιανε στην ψυχή
όπως τώρα στην δύση μου σαν καβαλώ το φίδι
κι ο ήχος απ’ τις ρόδες του στα μέσα μου αντηχεί…

Όμως όλα τα όμορφα σε ετούτη εδώ την χώρα
κάποιοι φροντίζουν άδικο να έχουν ριζικό
κι εκεί που έσφυζε η ζωή μονάχα βλέπεις τώρα
βαγόνια που ψυχορραγούν σε έρημο σταθμό…
_
γράφει ο Σπύρος Μακρυγιάννης - Αργοναύτης
****
Το μικρό θαύμα

Το καλοκαίρι είχε προχωρήσει για τα καλά. Είχε μπει ο Ιούλιος. Τα τελευταία δυο τρία χρόνια που ήταν πια αρκετά μεγάλος αλλά και αρκετά μικρός για να μπορεί η γιαγιά του να τον φέρει βόλτα, ξεκινούσαν τέτοια εποχή με τον παππού και εκείνη, με το τρένο, για το μεγάλο στα μάτια του ταξίδι. Το ταξίδι που θα τον έφερνε στο χωριό του παππού από την μεριά της μάνας του, ψηλά στην Θεσσαλική πλευρά της οροσειράς της Πίνδου, ένα από τα χωριά του Ασπροποτάμου.
Αυτή η μόνη ετήσια αλλαγή στην ρουτίνα της ζωής του τον έκανε ευτυχισμένο. Η άπλα του βουνού, το πράσινο, η δροσιά, τα τοπία, οι περιπέτειες στις εξερευνήσεις με τους ντόπιους φίλους και τα ξαδέλφια, οι περίπατοι με τον παππού, το απολαυστικότερο παγωμένο νερό που έπινε ποτέ την μέρα, το κοκορέτσι και τα σουβλάκια στις ψησταριές της πλατείας, ο γαλαξίας, η επιστροφή στο σπίτι με τους φακούς και οι πυγολαμπίδες τα βράδια, αυτά και πολλά άλλα ήταν για εκείνον ότι είχε για να περιμένει όλο τον υπόλοιπο χρόνο.
Και τα περίμενε καρτερικά. Τόσο που για να αντέχει περισσότερο, ανέβαινε συχνά στην αερογέφυρα πάνω από τις γραμμές του Σιδηροδρομικού Σταθμού Βόλου, στέκονταν ακριβώς πάνω από την κύρια γραμμή και όταν έφευγε κάποιο της "μετρικής" τρένο, πήδαγε νοερά πάνω του ταξιδεύοντας με την μυστική δύναμη του μυαλού ως την Καλαμπάκα... Στα μεγάλα τρένα, της κανονικού εύρους γραμμής για Λάρισα, δεν πήδαγε... Τα άφηνε να περνούν από κάτω του και απλά απολάμβανε την δύναμή τους και την διαφορετική "μουσική" από τις ρόδες τους στις ράγες... Και στο σπίτι μετά κάθε ξύλινη κασετίνα, κάθε μακρόστενο κουτί γινόταν στα χέρια του "Η αυτοκινητάμαξα για Καλαμπάκα από την πρώτη γραμμή σε τρία λεπτά αναχωρεί...". Να γιατί αγαπούσε τα τρένα και ιδιαίτερα εκείνες τις Οτομοτρίς με την κάπως αστεία μουρίτσα σαν γελαστός μουστακαλής που τον ταξίδευαν τα τελευταία καλοκαίρια κουνώντας ρυθμικά σε 'κείνον τον μαγευτικό ρυθμό από ρόδες στα κενά των γραμμών, "...τατάτα τα τα τατά τατά... τατάτα τα τα τατά τατά...", μουσικοί και χορευτές μαζί.
Εκείνη όμως την χρονιά η γιαγιά δεν ήταν και πολύ καλά... Είχε κουραστεί αρκετά και δεν ένοιωθε να μπορεί να τον πάρει μαζί της. Αποφασίστηκε να φύγουν με τον παππού οι δυο τους μόνοι... Όταν το έμαθε ήταν απαρηγόρητος... Κλάμα όλη μέρα και παρακάλια να τον πάρουν μαζί. Η γιαγιά ήθελε αλλά δεν μπορούσε είναι αλήθεια. Όμως πως να το καταλάβει ένα παιδί που δεν είχε κλείσει ακόμη τα δέκα. Το απόγευμα της προηγούμενης από την αναχώρηση μέρας άρχισε να φτιάχνει την βαλιτσούλα του. Την τελείωνε, του την χαλούσαν, την ξανάφτιαχνε, του την ξαναχαλούσαν, την έκρυβαν, την έβρισκε, την ξανάφτιαχνε κι όλα πάλι από την αρχή μέσα στο παράπονο και το κλάμα... Ώσπου πέρασαν τα μεσάνυχτα. Και τότε κοιμόταν συνήθως από τις εννιάμισι…
Το πήρε απόφαση πια ότι δεν θα ακολουθούσε σ' αυτό το ταξίδι. Όμως τουλάχιστον ήθελε να πάει ως τον Σταθμό το πρωί να δει την αγαπημένη του Οτομοτρίς από κοντά, να μυρίσει εκείνο το ιδιαίτερο "άρωμά" της, να την ακούσει να ξεφυσά και να μουγκρίζει αναμένοντας την αναχώρηση, να την δει που θα καταπίνει τους επιβάτες της για πρωινό κι ύστερα με το γλυκό σφύριγμά της σε τρεις χρόνους, ένα μακρόσυρτο βαθύ "μμμμμμμμμμμμμμ" και δυο σύντομα οξεία "ιιιι" να ξεκινά αργά και να απομακρύνεται από το πανέμορφο δαντελωτό στέγαστρο του Σ. Σ. Βόλου... Τους παρακάλεσε να τον ξυπνήσουν πριν φύγουν να πάει μαζί ως εκεί. Η απάντηση και εδώ αναμενόμενη. Τέτοια ώρα ακόμα ξύπνιος και θα τον ξυπνούσαν άγρια χαράματα, μικρό παιδί; Ούτε να το σκέφτονταν. Απελπίστηκε. Τον έβαλαν στο κρεββάτι με το ζόρι και τα φώτα έσβησαν σε όλο το σπίτι...
Στο μισοσκόταδο ανακάθισε στα γόνατα πάνω στο κρεββάτι στρέφοντας προς την κεντημένη στο καδράκι πάνω από το προσκέφαλό του Παναγίτσα όλες τις ελπίδες της παιδικής του ψυχής. Για πόση ώρα παρακάλαγε την Παναγιά να τον ξυπνήσει το πρωί δεν θυμάται. Έπιανε το καδράκι κι από τις δυο μεριές με τα χέρια του και ικέτευε, ικέτευε... Ίσως το ανεβοκατέβαζε κιόλας όταν ήθελε μια ακόμα διαβεβαίωση ότι θα του κάνει το χατίρι Εκείνη. Ούτε αν κάποια στιγμή ήταν εκείνος που έβαλε την εικόνα δίπλα στο προσκεφάλι του θυμάται. Βέβαια μπορεί και να έπεσε μέσα στη νύχτα, τόσο που ταλαιπωρήθηκε το καρφάκι με το βάλε βγάλε της εικόνας, διόλου απίθανο. Και πότε τον πήρε στην αγκαλιά του ο Μορφέας δεν θυμάται, όμως ήταν αργά, πολύ αργά...
Την στιγμή που όλοι οι μεγάλοι περνούσαν από την αυλή προς την εξώπορτα, εκείνος άλλαζε πλευρό μέσα στον ύπνο του. Και όπως γύρισε το κεφάλι του στο άλλο πλάι η γωνιά της κορνίζας τον άγγιξε στον κρόταφο. Ξύπνησε αμέσως δίχως καν να νυστάζει πια. Ένοιωσε απερίγραπτη χαρά όταν κατάλαβε πως μόλις εκείνη την στιγμή έκλειναν την αυλόπορτα πίσω τους. Και απέραντη ήταν η ευγνωμοσύνη του στην Παναγιά που άκουσε τα παρακάλια του και τον ξύπνησε. Γιατί ακόμη και σήμερα, μεστωμένος άνδρας πια, αυτό πιστεύει. Εκείνη τον ξύπνησε. Ότι και να έγινε δεν ήταν τυχαίο που χτύπησε στην κορνίζα ακριβώς την κατάλληλη στιγμή.
Ντύθηκε γρήγορα και ξεπόρτισε. Ο Σ. Σταθμός ήταν κοντά και τον είδαν ξαφνικά Φάντη μπαστούνι μπροστά τους με το πρόσωπο φρέσκο και να λάμπει από την χαρά για το δικό του, το κατά δικό του μικρό μεγάλο θαύμα. Γέμισε τα πνευμόνια του με εκείνον τον πρωινό αέρα τον γεμάτο από την δροσιά της αποβάθρας και την μυρωδιά των τραίνων, εκείνη την υπέροχη μυρωδιά που ξέρει από πισσωμένο ξύλο και κάρβουνο αλλά και από ταξίδι, από καπνό και λάδια μηχανής αλλά και από τα σουβλάκια της καντίνας που φόρτωναν και στο κυλικείο της αυτοκινητάμαξας. Χαιρέτησε τους παππούδες που ανέβηκαν στο τραίνο και όταν εκείνο σφύριξε φεύγοντας, με ένα σάλτο του μυαλού του βρέθηκε πάνω του να ταξιδεύει μαζί τους... Και σκέφτηκε ότι αυτή την φορά θα είναι καλύτερα. Η φαντασία του μπορούσε να τον πάει πίσω από την απαγορευτική πινακίδα στην πόρτα της καμπίνας του μηχανοδηγού και να τον βάλει μάλιστα να καθίσει και στην θέση του.
_
*****
Στους έρημους σταθμούς

Στους έρημους γυρνά η ψυχή μου τους σταθμούς
που έχουν βαγόνια στις γραμμές παρατημένα
με αναμνήσεις φορτωμένα και καημούς
και τα παράθυρα από δάκρυα ποτισμένα.

Πόσες φορές έχουν γνωρίσει την χαρά
και πόσες άλλες εκεί έμαθαν τον πόνο
σε κάθε αντάμωμα σαν ήτανε μπροστά
ή χωρισμούς που σταματούσανε τον χρόνο.

Μα τώρα πια χάσαν την αίγλη την παλιά,
φιγούρες μοιάζουν θλιβερές και γερασμένες,
πληγές γεμάτοι, με παράθυρα κλειστά,
με αποβάθρες και γραμμές χορταριασμένες.

Αχ να γινότανε ξανά να είχαν ζωή
πάλι στα σπλάχνα τους, ας ήταν για μια μέρα,
τραίνα ανυπόμονα να έφταναν πρωί
και με σφυρίγματα να σκίζαν τον αέρα.

Κι εγώ να ήμουνα ξανά παιδί μικρό
πάνω στην γέφυρα πεζών να τα χαζεύω
να με τυλίγουνε με σύννεφα καπνό
την μυρωδιά τους στην ψυχή μου να μαζεύω…
 _
γράφει ο Σπύρος Μακρυγιάννης - Αργοναύτης

2 σχόλια:

Paraskevi Lamprini M. είπε...

Υπέροχος και ευαίσθητος.. Αργοναύτης!!! καλή επιτυχια στον Σπύρο Μακρυγιάννη!!!

Κυκλαμίνα είπε...

Απάντησα στην επόμενη, το ίδιο είναι! <3 <3