Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Ποίηση - Γιάννη Τσίγκρα

Ποίηση - Γιάννη Τσίγκρα
 
 
 
Ο Γιάννης με την Μαρία του, που τόσο πολύ τού λείπει...
Κουράγιο, Γιάννη!
ΖΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ
Ο παππούς Γαρύφαλλος, υπήρξεν άθεος,
αδύνατον,λοιπόν,να γνώριζε για τον αββά Σισώη
και το στοχασμό το για τ'ανθρώπινα,
κοιτάζοντας τον τάφο του μεγάλου Αλεξάνδρου.
Έτσι,δεν μου είναι εξαιρετικά δυσερμήνευτη
η συμπεριφορά του,
όταν τα καλοκαιρινά μεσημέρια,
που οι ίσκιοι κυνηγούσαν τον εαυτό τους στο ταβάνι,
γοργόνα με δασύτριχο στήθος και μακρύ σώβρακο
αυτός
και ταυτόχρονα πλοίο,
ρωτούσε, στεντορεία τη φωνή,μεσημεριάτικα,
εμένα,τον πεντάχρονο καπτα-Γιάννη,σε μια θάλασσα σεντονιών
"Καπτα-Γιάννη,ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος;"κι απαντούσα
"Ζει και βασιλεύει και τον Κόσμο κυριεύει"
καθισμένος στα γόνατά του.


****

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Θα συναντηθούμε ξανά,
θα'ναι βέβαια κάπως αλλιώτικα τα πράγματα,
οι άνθρωποι θα'χουν αλλάξει
κώδικες επικοινωνίας,θα δακρύζουν αντί να μιλούν,
θα χτυπούν φτερούγες αντί να χειρονομούν.
Θα συναντηθούμε και πάλι,
μόνο που όλοι θα υπάρχουμε σαν τη νταντά,
που έχει την επιμέλεια του μωρού της.
Κι αν θα φωτίζει κάτι,μακρινό, μην ονειρεύεστε
ήλιους
και γαλαξίες,
μια απολιθωμένη θα'ναι θάλασσα,
μια σονάτα του Μπετόβεν
ή ένας μικρός εφημεριδοπώλης που διαλαλεί-
" για κάποιους τελείωσεν η Ιστορία".


*****

ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ
Η μουσική σε ξαναφέρνει κοντά μου,
ιδιαίτατα τα βράδια,
όταν σωπαίνουν η θάλασσα και τα πουλιά.

*****
ΑΚΑΝΘΩΔΗ ΚΙ ΩΡΑΙΑ
Με θέλγει η ιδέα ότι ο κόσμος θα εξακολουθεί να υπάρχει
κι ερήμην μας,
οι πωλήτριες των καφέ μπαρ,θ' ακουμπούν,πλάι
σε μια σταγόνα λύπης τους τη ζάχαρη, οι ποντικοί
θα ροκανίζουν αρχεία ανδρών επιφανών,τα εόρτια μαρς
θυμίζουν τότε κορδέλες,
τα κορίτσια ωραία και ακάνθινα, τριαντάφυλλα,ένα βράδυ
ρωτούν τους περαστικούς-ο τόνος είναι ερωτηματικός
κι η γλώσσα άγνωστη-πώς να την ερμηνεύσει,ο τελευταίος
των ποιητών,αυτός,στη σοφίτα,που μαζεύει ήχους
και νυχτερινά πουλιά,ασχολείται επίσης με τη σχεδιαστική
πικραμένων μυρμηγκοφάγων, κάνει ασκήσεις για τη σύνθεση,
όχι,δεν θα εννοήσει, και τα κορίτσια θα μείνουν,ακανθώδη
κι ωραία τριαντάφυλλα.


*****

ΕΦΤΑ ΦΟΡΕΣ
Κάποτε,χτύπησε την πόρτα μου,ο των ματαιόσπουδων
τελευταίος, "καλησπέρα σας, είμαι ποιητής,όπως καταλαβαίνετε
έχω πεθάνει από μελαγχολία"τον κοιτάζουμε ειρωνικά
"πεθάνατε,επειδή σας δάγκωσε ένα ψάρι",μας ρωτάει
απότομα "ο Τσέχοφ σας πληροφόρησε;"τί σημασία έχει,αλλά
πώς να του πεις,ήταν αυτός που περπατούσε έρημους,βραδινούς
δρόμους, έχοντας στην τσέπη του,ένα φακελάκι ανώφελο "μυοθνήξ",
μας το κάρφωσε ο Ιωάννης-και δεν υπάρχει θέμα αισθητικής-Τσίγκρας,
οι ποντικοί του έτρωγαν τα χειρόγραφα,
ύστερα το γύρισε το παραμύθι"έχω πεθάνει,το καταλάβατε;" όλοι οι ποιητές
πεθαίνουν,πριν πεθάνουν,επιμείναμε-εφτά φορές.


*****

ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
Και ιχνογραφώ,
στη γαστέρα γυρίνων,
τερετίσματα.

****

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ
Ο Καραντούρος.Ο ανδριάντας του παιδιού που γελάει
προς τη Δύση.Από το 1973.Το τριγωνάκι με το γρασίδι,
στην αρχή της οδού Κύπρου,
παραμένει το ίδιο, όπως τότε που το σκέπαζαν τα ποδήλατα,
τίποτε δεν άλλαξε και στα,γύρω απ' τα Σχολεία,σπίτια."Επνίγη
προσπαθώντας να σώσει την ζωήν συμμαθητού του".
Εις εκδρομήν. Κούτσαινε,νομίζω. Τα βράδια,ο κοντινός περιπτεράς,
τον πλησιάζει και του προσφέρει Καρέλια μπλε κατοστάρι. Εκείνος
γνέφει αρνητικά.Ένας ήρωας παραμένει ήρωας,εννοώ,πέρα από πάθη.
Έστω κι αν τον μαρμαρώσουν.


*****

ΚΑΙ ΝΑ ΚΕΡΔΙΖΕΙ
Και οι γειτονιές σε αραμπάδες,
με τα πολύχρωμα αλεξήλια,περνούσαν
από την παλαιάν οδό Αλμυρού-νυν Αθηνών-
με άσματα όπως το "στρώσε το στρώμα σου για δυο",τ'άλογα
τριποδίζαν ιδρωμένα,πίσω τρέχαν σκυλιά,
δεκάδες αραμπάδες,
κι η πόλη, αφημένη πίσω, νεκρή,
σαν τα Σόδομα χωρίς αγάλματα από αλάτι,
από τότε κράτησα στα συρτάρια μου,
τη λέξη "θάλασσα"κι ένα περίστροφο άδειο,
να παίζω ανώδυνα,
όποτε μου καπνίσει,
τη ρώσικη ρουλέτα,και να κερδίζει
η ποίηση.


*****

ΚΙ ΟΧΙ ΠΡΑΞΗ ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ
Πέταξες,
έφυγες, παίρνοντας μαζί σου τους αρμούς
των φθόγγων-ένα ποίημα δε γράφεται,εκφωνείται-
δεν είμαι πλέον ποιητής,πότε,άραγε,υπήρξα;
Ελάχιστα αυτό μ'ενδιαφέρει,ο ουρανός σου μου λείπει,
εκείνο το σεκόντο,μου το'κανες στα παλιά τραγούδια.
Χάθηκες,
όπως οι κεραμιδένιες κόρες
που τραβούσαν χθόνιο κρόουλ
στην παιδική μου γειτονιά,κι οι γλάροι,τους ακούω μόνο
κάθε πρωί.
Φαντάζομαι θα σε ξανάβρω,θα'ναι μεσημέρι και μακρυά,
στιλπνή θ'απλώνεται η θάλασσα.Πρόσεξε, καθώς
θα λάμνεις και πες μου, και πάλι, ότι η ποίηση είναι
αίσθημα,περισσότερο, και όχι πράξη αλγεβρική.


*****

ΑΝΘΙΣΜΕΝΗΣ ΜΥΓΔΑΛΙΑΣ
Κι ο άγγελος σε πέρασε
στο χώρο και τον χρόνο των φωτογραφιών,
μ' εκείνη τη ρωγμή του προσώπου σου
να τη γεμίζουν κλαράκια ανθισμένης μυγδαλιάς.

*****

ΤΙ ΟΦΕΙΛΟΥΝ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ
Τα βράδια είναι για τους λυπημένους,
για όσους,μυστικά,έχουν ζήσει αποχαιρετισμούς.
Τα βράδια είναι για την ψιλή βροχή,για τους μοναχικούς
με τα παράξενα καπέλα.
Είναι για κείνους που κοιτάζουν ένα πόμολο που δε γυρίζει,
ή όσους περιμένουν στις άκρες των δρόμων,εκείνον
που θα τους πει τί οφείλουν να περιμένουν.
Τα βράδια είναι για τον μικρό, ξυπόλητο Χριστό,
που στέκεται στην είσοδο του ζαχαροπλαστείου.


*****

ΤΟ ΚΕΝΟ
Μην εμπιστεύεστε τους καθρέφτες,
το πιθανότερο είναι,ως είδωλό τους,
ν'αναδείξουν το κενό,
που αναδεύεται εντός μας.

*****

ΚΑΙ ΓΟΜΟΛΑΣΤΙΧΑ
Τα παιδικά μας χρόνια,φαίνεται πως είναι
βαθιά σκεπασμένα, από φύλλα,χώμα και τραγούδια,
γι αυτό δεν ωφελούν μνήμες,καθρέφτες και ποιήματα,
ούτε τo σπαρακτικό των τοίχων γκράφιτι,για την
"μόνη πατρίδα".Νομίζω πως ηλικίαν έχουμε
να κοιτάζουμε πλέον μπροστά,όχι με το χάρισμα
του προφήτη,αλλά για να ξαναδούμε μια παλιά
πομπή Επιταφίου και να μυρίσουμε ευκάλυπτο
και γομολάστιχα.


*****

ΠΕΣΣΟΥΣ
Χάσαμε τη νεότητά μας,
παίζοντας με τον Αιώνα
τους πεσσούς.

*****

ΟΠΩΣ Η ΑΘΩΟΤΗΤΑ
Λίγα πράγματα μ'απασχόλησαν στη ζωή μου,
αν η μουσική,λόγου χάρη,έχει όρια που κυνηγούν
τα όριά τους, κι αν αυτό είναι ο ποιητικός χρόνος
ή ανυπαρξία του καιρού οφείλουμε να τ'ονομάσουμε.
Μ'απασχόλησαν και οι νυχτερινοί,μοναχικοί περιπατητές,
όσοι μονολογούν για τα χειρόγραφά τους και τους χάρτες
του ουρανού,οι ομπρέλες που ανοίγουν απότομα,η βροχή.
Μα πιο πολύ,σκέφτομαι τα μεγάλα μάτια των παιδιών
που ανοίγουν όπως η αθωότητα και τα νυχτολούλουδα,
κι ακόμη οι άγιοι που κρεμούν σ'ένα κομποσxοίνι
την τύχη της ανθρωπότητας.


****

ΚΑΙ ΘΑ ΜΟΥ ΑΠΛΩΝΕΙΣ ΤΑ ΧΕΡΙΑ
Σου γράφω άλλη μιαν επιστολή,
για να σου πω ότι
τούτη η Άνοιξη, θα'ρθει,για μένα, χωρίς χελιδόνια,
αγριοβιολέτες και λυπημένα χαμόγελα των κλόουν.
Τον ακκορντεονίστα που σoυ γέμιζε τα μαλλιά με νότες
δε θα τον σχολιάσουμε μαζί.
Ούτε θα σου ξαδιαβάσω τα ποιήματά μου-
αυτές τις νυχτοπεταλούδες, γύρω από τα φώτα.

Όμως θα βλεπόμαστε στα όνειρά μου,
γι αυτό είμαι σίγουρος,
θα φυσάει ένας νοτιάς βαρύς
και συ θα μου απλώνεις τα χέρια.

*****
ΧΑΪ -ΚΟΥ
-Καιρός της σιγής
Μια νυχτερίδα περνά
Μες'τον καθρέφτη
-Τα ποιήματα
Έχουν ιώδες χρώμα
Κι ένα πουλί για καρδιά
-Ουράνιο τόξο
Στα μάτια της ανοίγει
Όταν δακρύζει

****
"ΩΣΑΝ"
Το αληθινό πρόσωπό μου το βρίσκω τη νύχτα,
για την ακρίβεια, την ώρα που το ρολόι χτυπά δώδεκα
ακριβώς.
Δεν ξέρω γιατί,πάντως τότε συμβαίνει.
Και μη μου ζητήσετε
περιγραφές επακριβείς.
Απλώς, χάνονται οι γαλαξίες,σωπαίνουν οι παραπονεμένοι αμανέδες,
οι καθρέφτες ψάχνουν τα μάγουλά τους,
όπως κάποιος που ξυρίζεται και ψαύει το κενό.
Τότε εμφανίζομαι,απερίγραπτος, με δεκάδες "ωσάν" στις τσέπες.


*****

Ο ΤΟΙΧΟΣ
Τώρα,κάθε πρωί,διηγούμαι τα όνειρά μου στον τοίχο:
Ένα καφενείο,ονόματι Νέκυϊα,η γηραιά Ευρύκλεια
να κλαίει αγκαλιασμένη με τον Σταυρίδη και το Βέγγο,
ενώ σηκώνεται, απ' την καρέκλα,
ένας τυφλός ακκορντεονίστας.
Ίσως και να'χω σταματήσει να ονειρεύομαι,πάντως δε
βρίσκεσαι πλάι μου,να σου απλώσω μια υπερρεαλιστικήν
αφήγηση,να ψάξουμε μαζί τη σημαντική του νάνου Μπουτάτα
στο πατίνι,να σου πω "παράξενο, όλο πεθαμένους βλέπω-
και δε μας χωρίζουν συρματοπλέγματα,ούτε βαλίτσες ετοιμάζουν,
ούτε σε χρυσά ποδήλατα ανεβαίνουν".
Ο τοίχος ακούει βουβός.


*****

ΣΤΟΝ ΩΜΟ
Κι ετούτη η Άνοιξη,μπαίνει,παίζοντας κουτσό,
πηδώντας το σχοινάκι,μαζεύει βιολέτες,γλυτώνει
απ' τον κακό λύκο,καπνίζει,ένα-ένα,τα δαχτυλάκια της,
α,η βραγιά του ουρανού φυτρώνει τους πεθαμένους
τα παλιά σπίτια γκρεμίζονται με την αθωότητα των νεφών.
Να την περιμένετε, έρχεται,πάντοτε, με ένα τρυφερό περιστέρι
στον ώμο.


****

ΤΑ ΚΑΔΡΑ
Σε τούτη την πολιτεία, τα παράθυρα ανοίγουν
σαν μάτια παιδιών,σαν υποσχέσεις,από μέσα
τινάζονται κούφια όνειρα και απουσίες παλιών
συντρόφων,ένα γηραιό ζευγάρι ψάχνει για τον
κουρασμένο,δειλινό ήλιο,ανάμεσα σε κεραίες
και κεραμιδόγατους,τα έπιπλα,πίσω τους,πλέουν
στην ιστορία,
κάδρα προγόνων σ'αιώνιo στοχασμό, ο ήχος
του σαρακιού κυνηγάει τον εαυτό του,έξω,οι δρόμοι
σε σχοινοτενείς συζητήσεις,για το χρόνο και τις αλλοιώσεις,
"ακόμη με φωνάζουν με το μικρό μου όνομα",λέει ο άντρας,
η γυναίκα δεν είναι πια πλάι του,τραβήχτηκε μέσα,
για να πεθάνει.


*****
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μερικές φορές,βρίσκω πως η καρδιά του Κόσμου,
είναι αυτό το μπαλόνι που ανεβαίνει,με μεταλλικούς ιριδισμούς,
ενώ κάτω κλαίει ένα παιδί,
ο ποιητής
που του 'φυγε απ'το χέρι,και το'χασεν,
όπως χάνει ο ψαράς μια λέμβο
με τ' όνομα Ελπινίκη,
ο συλλέκτης παραδόξων φαινομένων
ένα καθρέφτη χωρίς είδωλο,κάτω απ'το "Καλημέρα"
και μια νυχτερίδα τη διάθεση της τεθλασμένης.


****
ΤΗΝ ΠΕΝΙΑΝ
Ποίηση δεν είναι η εποχή που εντός της πλέουμε
με τις τσέπες άδειες από βότσαλα και
με κέντρο
μια φιλοπαίγμονα πεταλούδα,
ποίηση είναι το ακοίμητο καντηλάκι της γιαγιάς Ολυμπιάδας,
στην εικόνα της επιβατιανής Αγίας Παρασκευής,
ποίηση παράγει
ο κυρ-Αλέξανδρος(έτσι να τον ονομάζετε),ούτε "κοσμοκαλόγερον"
ούτε "άγιον των γραμμάτων",διότι είχε
επίσημην ερωμένην,
την πενίαν
-πάτερ μου σεβαστέ,ξέρω πόσο σας είμαι βάρος-
ποίηση να λέτε, το τρενάκι του Τσαλαπάτα,τη Λάικα που βοσκούσε
τις χήνες της, τους μικρούς σκαντζοχοίρους,τα εαρινά
αερόστατα...


*****

ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ
Όλα είναι εδώ.
Η Άνοιξη έρχεται
φορτωμένη τη χαρμολύπη της,οι τροχονόμοι
γυρίζουν ανάποδα τον αέρα,γυναίκες μπλέκουν
στα γάντια για μια χειραψία,τα ποιήματα πέφτουν
απ'τον ουρανό,κάποιοι,εκείνη την ώρα,κλείνουν
τις ομπρέλες τους,τα παιδιά παίζουν στα πάρκα

και μόνον εσύ λείπεις.

*****

ΑΚΟΜΗ
Και μ' έστελνες,πατέρα,ν'αγοράσω, απ'της Ραχήλ
το μαγαζί, μια ρέγκα,ταίριαζε με τη φασολάδα
και το μισόκιλο ρετσίνα,"θα φτύσω, κι ώσπου να στεγνώσει
έφτασες",κι οι μάγκες,στο δρόμο,"κάνε μας τη χάρη,πάρε
μια δεκάρα σηκωβάρα",η Ραχήλ γελούσε,
κάτι πικρό και στυφό
φούσκωνε τον αέρα,κι όταν γύριζα, η ρέγκα ήταν περιττή,
ακούγονταν οι φωνές των παιδιών που κατασκεύαζαν αερόστατα,
το 'ξερα,θα περνούσαν χρόνια ώς να καταλάβω τί σήμαιναν
τα χοντρόπετσα λογοπαίγνιά τους- γέρασα,
μα έχω την εντύπωση
ότι
το σάλιο του
δεν έχει στεγνώσει ακόμη.


****

ΟΠΩΣ ΜΑΖΕΥΕΙΣ ΚΟΧΥΛΙΑ
Να προσκυνώ στα θυμητάρια,ένθεν κακείθεν του δρόμου
τους άγιους και τους νεκρούς,
που στάζουν τα μεσημέρια και σκαρφαλώνουν στους όχθους,
για να μαζέψουν τα κίτρινα σπάρτα.
Να ψάχνω σε παλιά νυχτερινά οικόπεδα,τις κουβέντες
και τα παιχνίδια που ξεχάσαμε παιδιά,που μας έπεσαν από τις τσέπες,
όπως μαζεύεις στην άκρη της θάλασσας,
πολύχρωμα κοχύλια.
Κι η ιστορία με τον Τάκη τον Παναγίτσα ή Μπούλια, δεν είναι
όπως την έχω διηγηθεί-απλώς κοιμήθηκε σ'ένα στατικό ύπτιο
στη θάλασσα των Πευκακίων και δεν ξύπνησε ποτέ.
Στην ακτή,είχεν αφήσει το γαλάζιο του κουστούμι,με τα πέτα
γεμάτα εικονίτσες,την Παναγία,την Αγία Παρασκευή την Επιβατιανή,
πλάι σε πώματα που του χαρίζαμε,πέπσι, ταμ-ταμ και έψα.

*****

ΕΝΟΣ ΕΛΙΟΤΙΚΟΥ ΑΠΡΙΛΗ
Κι εξακολουθώ να σου γράφω πυκνές επιστολές,
ανεπίδοτες,
εφόσον δε φάνηκαν, ακόμη, οι γραμματοκομιστές-
τα χελιδόνια μιας Άνοιξης σκληρής,
ενός Απρίλη ελιοτικού.

Κι εξακολουθώ να ερμηνεύω τις τροχιές των αστεριών
τις νύχτες που η θάλασσα
τραγουδάει με το λάμδα του φλοίσβου της
κι υποδέχεται,
όπως οι κάλφες των κουρείων τους πελάτες τους,
διάττοντες κι επιθυμίες μας τρυφερές.

*****

ΟΙ ΑΤΣΑΛΙΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΝΘΙΖΟΥΝ
Σε περιμένουμε-πώς αλλιώς-σ΄ένα ποδήλατο
μ'ένα κλαράκι αστεριών σφηνωμένο στα δόντια,
να διασχίζεις το στερέωμα,
όπως οι πεταλούδες
που χιονίζει η γυάλινη σφαίρα,
στο παλιό
κομοδίνο της γιαγιάς,
κι η πόλη σβήνει.

Οι λέξεις,βέβαια, είναι από ατσάλι,
μα εμείς μάθαμε ν' αφαιρούμε
πυκνότητα και σκληράδα,
να τις ανθίζουμε σαν τα τραγούδια,
τα νέφη τα εαρινά.

*****

ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΡΙΑ
Και τώρα που σ' αποχαιρέτησα,
μπορώ να ξαναρχίσω τους στοχασμούς
για τη ζωή και το θάνατο.
Ελπίζω,
εκεί που πλέον βρίσκεσαι, να με διαβάζεις.

*****

ΟΛΟΜΟΝΑΧΟ
Μάλλον απερίγραπτο απομένει αυτό,
ίσως θα μπορούσε να ονομασθεί,
"καινός λόγος περί του κενού",πάντως υπάρχει η δυνατότητα
να σταματήσουμε να κυνηγούμε, πλέον, το θάνατο,
μ'ένα γεράκι
στο βραχίονα,
ν'ανθίσουμε τη μελωδία ενός τζουκ-μποξ
των σίξτις,μέσα στα δάση του Πέτερ Χάντκε,όπου
πέφτουν ώριμοι καρποί, κι ένα κορίτσι χορεύει
ολομόναχο.


*****

ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟ
Το άλικο, πρώτο ανθάκι, στης τσιντόνιας το γυμνό κλαρί
θυμίζει στόμα κοριτσιού που από λαχτάρα αιμάσσει,
τόσο που,αφού ένας σπίνος,μες τον κάλυκα του ξεδιψάσει,
σφυρίζει ένα "έτσι οι άνθρωποι φιλούν;".Και μοιάζει ν'απορεί.

*****

ΠΕΝΘΙΜΗ ΕΠΟΧΗ
Έναν ωραίο κορμό φοίνικα, τον σκαλίσαμε,
τον ρίξαμε στα αβαθή του Παλαιού Λιμεναρχείου,
περνώντας τον μέσα απ'τον τσιγκομαχαλά,με τις
απλωμένες μπουγάδες και το Φωταέριο.
Ανεβήκαμε
πάνω του-η βαρκούλα μας-
κι,έκτοτε,ταξιδεύουμε
σε μια διαρκή Άνοιξη,πένθιμη,έτσι κι αλλιώς, εποχή,
πικρή και βιολετιά,σαν τη ζωή μας
και συζητούμε,όπως ο Αλιόσα Καραμάζωφ και τα παιδιά,
για την αιωνιότητα.


****
Η ΣΙΓΗ ΚΑΙ ΤΟ "ΔΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ"
Τίποτε δεν έρχεται αιφνίδια,
ο λόγος είναι
ένα κομμάτι σιγής που ανοίγει στις χούφτες,
σαν τα μικρά,ασήμαντα στην αρχή,ανθάκια της κουτσουπιάς,
της γνωστής και σαν "Δέντρο του Ιούδα".
Τον χρησιμοποιούν,
αυτόν τον πυκνά ιώδη λόγο,
το φύτρο της συμπαντικής σιγής, που πιάναμε στα βραχέα
των παλιών ραδιοφώνων και τ'ονομάζαμε "παράσιτα",
αλλά δεν ήταν παρά το Μπινγκ-Μπανγκ,
τον χρησιμοποιούν
oι κατασκευαστές ελασσόνων ποιημάτων,
ας πούμε
ότι διαφέρει αρκετά μιας Ρητορικής,
ή μιας μεγαλοστομίας, όπως αυτή του Χέλντερλιν
και του Κάλβου.


****

ΣΤΙΛΒΩΤΕΣ
Κι αντί να καταγγείλουμε τον πόνο και το αίμα,
γίναμε
στιλβωτές
του φεγγαριού.

*****
ΚΑΙ ΣΑΣ ΤΑ ΜΟΙΡΑΖΩ
Η μόνη οικονομία που έκανα, ήταν να βάζω πότε-πότε
στον κουμπαρά,
νύχτες
από αυτές που ο Ντοστογιέφσκι ονόμασε "λευκές".
Τώρα, στα χρόνια που o ζόφος απλώνεται παντού,
έσπασα το πήλινο γουρουνάκι
κρατώ, στα δάχτυλα-μικρές πυγολαμπίδες-
ποιήματα και αφηγήσεις
και,προς παραμυθίαν,
σας τα μοιράζω.


****

ΟΠΩΣ
Υπάρχουν ποντοπόρα πλοία
που δεν αναχώρησαν από πουθενά,
και το νόστιμον ήμαρ τους δε θα ξημερώσει.
Περνούν μόνο,
μακρινά
κι
άγρυπνα,
στα βάθη του πελάγους.

****
ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΝΤΑΙ
Χτυπάς την πόρτα,σου ανοίγει ευγενεστάτη,
πλην
άγνωστη κυρία,"είναι εδώ τα παιδικά μου χρόνια;",
η κυρία πρέπει να βαριακούει "αν δεν έχετε παιδιά
κι εγγόνια,περάστε να σας δείξουμε το σπίτι",
καταλαβαίνεις ότι,πλέον, το παρελθόν σου ενοικιάζεται,
βέβαια σου δείχνουν ξένα σου δωμάτια,εκεί,αίφνης,όπου
υπήρχεν η κουζίνα με το νεραντζάκι, που έκλεβες,γλυκό,
βρίσκεται ένα μοναχικό τραπέζι,απ'όπου βλέπεις τις κυρτωμένες
πλάτες ενός ανθρώπου που γράφει,γυρίζει και,απνευστί,σού
διαβάζει την ιστορία ενός κυρίου που κοιμήθηκεν άνθρωπος
και ξύπνησε γαϊδουράκι ,"απ' το παράθυρο φαινότανε η πιάτσα
των μονίππων",η κυρία στον κόσμο της "ίππων;"κρατάει το
κουδουνάκι "εκεί,κύριέ μου"κι έδειχνε "βλέπετε το πορτρέτο
του μοναδικού ποιητή της οικογένειας"-ω, ήταν καθρέφτης
με το "Καλημέρα"και πλάι,στο παράθυρο
το στάσιμο μιας Επιτάφιας πομπής.
Έψαλλαν το "Δος μοι τούτον τον ξένον".


*****

ΤΟ ΡΗΜΑ "ΦΕΥΓΩ"
Κι όμως,είχαμε συμφωνήσει πως θα συναντιόμασταν
σ'ένα ουρανό με λευκά περιστέρια,υπολείμματα ποιημάτων,
σε δυο άδεια τρένα ,το'να θα πήγαινε, το άλλο θα στεκόταν
στις διπλανές ράγες,
είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλο ότι η λέξη
θάλασσα
θα περιέχει, εσαεί, κάτι αποκλειστικά δικό μας,
κάτι πολύχρωμο, σαν τον αεικίνητο ναυτίλο,
ότι θα μυρίζουμε σεληνόφως και κληματαριά-

ω,δεν έγινε τίποτε από αυτά,ένας άνεμος φύσησε πικρός
το ρήμα φεύγω,σ'όλα τα πρόσωπα,τους χρόνους
και τις εγκλίσεις.

****

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Ωραία και ιώδης υπήρξεν η υγρή, αποψινή βραδιά,
με τους αστερισμούς να τρεμοσβήνουνε,κεριά αναμμένα,
είπανε"καληνύχτα", και τις υπόλοιπες φωνές τους τα παιδιά
κρεμάσαν στα κλαριά, απ' την αιφνίδια μπόρα γυαλισμένα.
Κι έμεινα να κοιτάζω, απ' το παράθυρο,ένα μισό φεγγάρι
να βγαίνει από τα μαύρα σύννεφα,πρόσω ολοταχώς,
ένα αμάξι που κουβάλαγε,παλιού καιρού, θνησιγενές ζευγάρι
φιλιόντουσαν ή σβήνανε-δεν,καθαρά, φαινότανε στο ελάχιστο το φως.

*****

ΜΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Την ωραιολογία, δες νούφαρο
που στα τενάγη ταξιδεύει εδώ κι εκεί,
στο σύμμετρον,πλάι,του προσώπου σου,
ανάμεσα σε τερετίσματα και κοασμούς-
όμως,
το πικραμύγδαλο με την ουσία του ποιήματος,
θυμήσου το,
συνήθως περιέχεται σε στίχους
ελάχιστους,
κυρίως καταληκτικούς.


****

Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ
"Να στεγνώσει το ποίημα απ' την αισθηματολογία
να φτάσει στην κατάνυξη
ήταν απίθανο, το ευχόμουν πάντως,εγώ,νέος παππάς,
να περάσω τα 250 τροπάρια του Μεγάλου Κανόνος
μόνος
ή να στείλει ο Κύριος,άγγελον αντιφωνητήν,να διεξέλθει
τα 125 ,
έξω έβρεχε τρυφερά-
ξάφνου, μες το εκκλησάκι, ακούστηκε φωνή,
χάρηκα, γιατί μ'άκουσεν ο Θεός, ένα δεύτερο "ελέησόν με
ο Θεός,ελέησόν με",
ατέλειωτος ο διάλογος του παπά-Αντώνη Μούχτη και του ψάλτη
στο σκοτάδι,με την ψυχή τους,τού Αδάμ με το σκοτεινό μέρος
της ανθρωπίνης καρδιάς,μετά το πέρας της ακολουθίας,
μίλησε ο άγνωστος, "ονομάζομαι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,ήλθα
να δω τον αδελφό μου,γραμματικό στην Πορταριά,λένε ότι
είναι βαριά άρρωστος,δεν τον είδα πριν περάσω απ' την Εκκλησία".


****

ΑΠΕΙΡΙΑ ΨΥΧΩΝ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΥ
Ένα ποίημα,κάθε ποίημα,έχει την ηλικία
της ανθρωπότητας και κάνει τον ανάλογο
χρόνο για να γραφτεί,γιατί σε κάθε ποίημα
χωρεί απειρία ψυχών,συν ένα εικονοστάσι,
απ'το οποίο κατεβαίνει ο Άγιος Φανούριος
με τα μαλλιά και τον κόρφο του γεμάτο νεραντζάνθια.


****

ΘΥΜΑ,ΕΝΑΣ ΤΥΡΟΠΙΤΤΑΣ
Πάντως,ποδήλατο έμαθα,στην οδό που είχε
την αποθήκη ο παππούς.Καλοκαίρι,ώρα που σχίζουν
οι σκιές το ταβάνι,θύμα μου πρώτο,ένας τυροπιττάς.
Μάζευε τις τυρόπιττες,απ'την άσφαλτο,
μ'ένα γαμωτοκερατό σου κι ύστερα ήρθε το "από μέσα",
πάλι στον ίδιο δρόμο,κι "απ'τη σχάρα",στις όχθες του Κραυσίδωνα,
εκεί που μαζεύαμε τους χρυσοζούζουνες,πλάι στη λιμνούλα
απ' την οποία ανέβαζε,κάθε πρωί,το τρενάκι τον πηλό
και το κατέβαζε, το βράδυ,παιδιά και τραγούδια


*****

ΘΑ ΣΦΥΡΙΖΕΙ ΕΝΑ ΜΑΡΣ
Τί να σου κάνει ένα ποίημα,όταν ο άλλος βρίσκεται
στην άκρη της μέρας-μια νυχτοπεταλούδα τυφλωμένη,
για τους πολλούς, νησί αχαρτογράφητο,ένα βελούδινο απόν;
Παίζουμε βέβαια με πιθανότητες, όπως τα παιδιά με κοχύλια,
λέμε "γιατί όχι" αλλά το ξέρουμε,σε λίγο θα΄ναι αλλού κι αλλιώτικα,
στην αισιόδοξη εκδοχή,αν δεν υφίσταται το μελανό μηδέν,
προσωπικά είμαι, στη θλίψη μου,αισιόδοξος,οι τελώνες
θα μας αφήσουν, μιαν αιθρία παραλίας,ένα παιδί θα σφυρίζει
μαρς,η θάλασσα θα ρυτιδώνεται απ'το βοριά,μεγάλα θα πλέουν
όνειρα,όπως οι αλκυόνες και οι ναυτίλοι, αυτή είναι η δική μου εκδοχή,
δικαίωμά σας να διαφωνείτε,τίποτε δε μένει χωρίς αντίλογο.


*****

ΑΠ' ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΤΗΝ ΤΙΜΙΣΟΑΡΑ
Η βελόνα του κινούνταν, ανάμεσα στο Παρίσι
και την Τιμισοάρα,έπαιζε τη "Φαίδρα",πέντε δευτερόλεπτα
αφού τραβούσες το κορδόνι,μακριά ακούγονταν κοασμοί,
είχε μια ιδιαίτερη συμπάθεια στη νύχτα,μια βραδιά με χτύπησε
η γείωση,θα το πουλήσω στη Μαίρη, είπε η μάνα,εκείνοι,
τουλάχιστον,ξέρουν να φυλαχτούν,o πατέρας άναψε τσιγάρο
μα πέρασε ,ως συνήθως, το δικό της,εκεί έμαθα ότι ο Σιδέρης
έχει εκτόπισμα, κι ο Παπαϊωάνου κέρδιζε κεφαλιές ψαράκι,
περιγραφές του αείμνηστου Φώσκολου,καμιά σχέση με τον ποιητή.


****

Η ΕΓΓΥΤΗΤΑ
Το βράδυ θα ανοίξει σα σύκο,
συνήθως,
από μέσα,
τινάζεται μια απουσία
πλοίου,τρένου,αγγέλου
ή συντρόφου,
τί νόημα έχει,
εγώ την περιμένω καρτερικά αυτή την αιφνίδια έκλειψη,
ό,τι υπήρξεν χάνεται,
όπως τα λεωφορεία με το πρόσωπο θλιμμένου σκύλου,
όπως μια δέσμη από παιδικά
νυχτερινά χρόνια,
τα ποδήλατα και οι πεταλούδες των πανηγυριών

Το περισσόν το φέρνει η εγγύτητα.

****

ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙΡΟΣ
Ο θάνατος γυρίζει στα ταβερνεία,
και
"υπάρχει καιρός",
μονολογεί
"ώσπου να πιάσεις μια βιολέτα απ' το άρωμά της,
τη νύχτα από την πείνα της,
ένα,απ'τον πόνο του, καρφί".

Τα βράδια παίζουμε στάκαμαν
με το θάνατο,
οι πιθανότητες είναι 50-50,
προς το παρόν κερδίζουμε.

****
ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ
“ Το βλέπεις αυτό το σημάδι στο χέρι; Το’ χω από παιδί. Θυμάμαι μέχρι και σήμερα πώς το απέκτησα. Έτρεχα ένα βράδυ μαζί με τα άλλα παιδιά προς το φράχτη της Πατράκαινας, ένα μισοσκότεινο τοίχο, τυλιγμένο με γιασεμί. Βιαστική όπως πάντα, σκόνταψα κι έπεσα. Πρέπει να σκίστηκα από πέτρα γιατί ένιωσα ένα κάψιμο κι είδα στο σημείο που χτύπησα ένα σημάδι, άσπρο σα πικραμύγδαλο στην αρχή που πήρε στη συνέχεια το σχήμα και το χρώμα του λειριού της Παγώνας, της αγαπημένης κότας της μάνας μου.
Παράξενο που το παρατήρησα αυτό και το είπα στην παρέα μου, λίγο πριν με πάρουν τα αίματα και βάλω τα κλάματα.
Είχε τρέλα με αυτή την Παγώνα η κυρά Χρυσάνθη. Όταν άρχιζε ο συναγερμός να σφυρίζει στο Βόλο ή το καμπανάκι να χτυπάει στον Άη Ταξιάρχη, κι ενώ ο πατέρας έπαιρνε υπό μάλης τα ψειριασμένα μας χράμια κι ανέβαζε στο σβέρκο του εμένα, πεντάχρονη τότε, για να τρέξει βιαστικά, όπως όλοι οι συγχωριανοί μας , να σκαρφαλώσει τον ανήφορο για το Τρανό Ίσιωμα, το ασφαλές από τα κανόνια των πλοίων του λιμανιού ή από τους μηχανοκίνητους, στον αμαξωτό δρόμο, Γερμανούς, τότε εκείνη χώνονταν στις πυκνοφυτεμένες φασολιές “πουλ, πουλ, πουλ”, φωνάζοντας, “πού είσαι μωρή Παγώνα και θα μας προλάβουν”. Και ήταν ικανή θανάσιμα να καθυστερήσει περιμένοντας τη στιγμή που η κότα θα πηδούσε στον ώμο της και θα κούρνιαζε εκεί. Τότε μόνο κατέβαινε τις σκάλες κι έμπαινε στο τέλος της ουράς των ανθρώπων που έτρεχαν.
Ο πατέρας λαχάνιαζε από το άσθμα που τον ταλαιπωρούσε από παιδί κι από το, ελάχιστο, βάρος μου, λαχάνιαζε ανεβαίνοντας και βλαστημώντας την τύχη του “δε φτάνουν όλα τα άλλα, έχω κι αυτή τη μουρλή, τρέξε Γιωργάκη μου μπροστά” έλεγε στον αδελφό μου, “μια φωλιά της Παγώνας να εξασφαλίσεις πρώτα” σάρκαζε, κι ο Γιώργος που καταλάβαινε τι ήθελε να πει, έτρεχε να πιάσει κάποια σπηλιά στην καλύτερη περίπτωση ή κάποιο απάγκιο, στη ρίζα βράχου- ο τόπος ήταν γεμάτος από τεράστιες πέτρες κι από καλύβες φιλόξενων βοσκών που τάιζαν, πρώτα εμάς τα παιδιά, κι αν περίσσευε και τους μεγάλους, με αχνιστό, φρέσκο ψωμί κι ίσως και γάλα.
Μέναμε λίγες μέρες εκεί, για μας ήταν ο Παράδεισος, κι ύστερα κατεβαίναμε στο χωριό μετρώντας, τις περισσότερες φορές, ερείπια κι αποκαΐδια. Θάβαμε τους νεκρούς, γέρους συνήθως που δεν μπόρεσαν να μας ακολουθήσουν, επιδιορθώναμε πρόχειρα τις ζημιές, κάναμε την παράκληση της Παναγιάς μας, στον Άϊ Νικόλα, οι περισσότεροι όλη την ώρα γονατιστοί - ήταν το μόνο τάμα που μπορούσαμε να εκπληρώσουμε.
Τα παιδιά ξαναβρίσκαμε τη γειτονιά, τα κολοκύθια που είχαμε για κούκλες εμείς τα κορίτσια και τα καλάμια άλογά τους τα αγόρια. Αρχίζαμε και πάλι το “καράβωμα”, το δημοφιλέστερο παιγνίδι τόπων βουνίσιων με πολλά νερά, όπως ο δικός μας. Ρίχναμε στο αυλάκι που κατέβαζε το νερό στα κτήματα μεγάλα κομμάτια από φλούδες δέντρων, ξυλάκια, σκληρά φύλα και, τρέχοντας πλάι στο αυλάκι, τα παρακολουθούσαμε να κατεβαίνουν, στα μάτια μας τεράστια ποταμόπλοια, άλλα ξεπερνώντας τα εμπόδια κι άλλα σταματώντας λίγο πιο κάτω.
Το απόγευμα ακούγαμε τη μπάντα των ιταλών να κατεβαίνει προς τον Άη Ταξιάρχη. “Ο σασά και τριαλό”, τραγουδούσαν και μπροστά τους, πριν κι απ το μαέστρο, πήγαινε ένας μικρόσωμος ανθρωπάκος, ο Ντούλιας. Έκανε, όπως πάντα, κωμικές, άναρχες κινήσεις, διευθύνοντας δήθεν, κινήσεις που έφερναν το γέλιο σε όσους παρακολουθούσαν.
Όταν έπεφτε το βράδυ, τρέχαμε να κρυφακούσουμε την Πατράκαινα.
Ήταν μια μεσόκοπη γυναικούλα που βλέπαμε κάθε πρωί να περνάει, μαυροντυμένη πάντα, να πηγαίνει στους μπακάληδες του χωριού που μοίραζαν με το δελτίο αλεύρι, λάδι κι όσπρια. Όταν νύχτωνε κάθονταν στην αυλή της, χωρίς να της περνάει από το μυαλό ότι κάποιοι την παρακολουθούσαν.
Με το αυτί κολλημένο στις πέτρες οι μικρότεροι, ζητούσαμε από τους μεγαλύτερους και τολμηρότερους που σκαρφάλωναν στον τοίχο, να μας περιγράφουν και το τι βλέπουν, έτσι για να έχουμε μια πλήρη σκηνή- εικόνα και λόγο.
Η γυναίκα λοιπόν, τραβούσε στην αυλή δυο καρέκλες και τις έβαζε γύρω από το ξύλινο τραπεζάκι, πλάι στη μεγάλη κερασιά. Τοποθετούσε δυο πιάτα, τις περισσότερες φορές άδεια, και κάθονταν.
“Δημητράκη, φάε το ψάρι σου”, έλεγε κοιτώντας προς την άδεια καρέκλα.
“ Χόρτασα, Χαρίκλεια, σε ευχαριστώ”, απαντούσε στον εαυτό της με μια βραχνή φωνή.
“Μήπως κρυώνεις; Να σου φέρω το κασκόλ;”
“ Όχι, γυναίκα” συνέχιζε, πάλι με αντρική φωνή, “μείνε λίγο ακόμη, σε λίγο θα γεμίσουν πυγολαμπίδες τα μαλλιά σου”.
Κι όλοι, σιγά μη μας ακούσει, γελούσαμε, γιατί ξέραμε ότι ο Δημητράκης ήταν θαμμένος στη ρίζα της κερασιάς, κομμένος στα δυο, από γερμανική οβίδα”.

*****
ΣΑΝ ΕΝΑ ΔΡΕΠΑΝΙ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Κύριε,δος μας ό,τι δικαιούται ένα μεγάλο παιδί,
γιατί αυτό υπήρξαμε ανέκαθεν,
κουβαλούσαμε μεγάλα όνειρα,
για να τα κάψουμε,στις φωτιές του Άϊ-Γιάννη,
κι ύστερα κλαίγαμε
περπατούσαμε στις ράγες,μπροστά απ'τον κινούμενο
συρμό,
και το βράδυ έρχονταν γεμάτο
οιμωγές και κόκκινα σύννεφα.
Ναι,Κύριε, μεγαλώσαμε και μείναμε παιδιά,
με τα ποιήματά μας γεμάτα ομίχλες και κρύο,
μ'ένα άσπρο χιόνι
και τους μικρούς ανέμους στην τσέπη,
μη θυμηθείς στην Κρίση τα παράδοξά μας,
Κύριε
Γιατί η μνήμη των παιδιών, είναι λειψή,
σαν ένα δρεπάνι φεγγαριού.


*****
ΥΓ. Ως εκεί, κλέψιμο Γιάννη! Πολύ βαρύς, δεν ξέρω αν τα σηκώνει ο μπλόγγερ!
Το μπλογκ του είναι εδώ! (Για όσους δεν έχουν Φεις)
 



























2 σχόλια:

Κυκλαμίνα είπε...

Α, πα πα! Πήγα να διορθώσω το κενό και μού έσβησε τα μισά ποιήματα!
Ας μείνει!
Χρειάζεται, άλλωστε, μια ανάσα!
Τόσα, "έκλεψα"!
Είναι που κατεβάζω συχνά τα ρολά και τον χάνω.
Έτσι πάει, δυστυχώς!

Κυκλαμίνα είπε...

Πού σε πονεί και πού σε σφάζει, Γιάννη μου, οι λέξεις σου!...
Κράτα γερά, να γράψεις πιο χαρούμενες!
Θα φέρει χαρές, ο Γιώργος, μαζεμένες!
Κάνε λιγάκι, υπομονή!
Λίγο, ακόμα!