Ιστορική
φωτογραφία του πατέρα μου στρατιώτη. Ο πρώτος στη σειρά των καθιστών. Ο
ξανθός. Ο όμορφος ντε...Δεν ξέρω πόσες φορές τον πήραν στο
στρατό,πολέμησε και στην Πίνδο απ'όπου και γύρισε με τα πόδια όταν
μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα.Ο πατέρας αναπαύτηκε εν ειρήνη και πλήρης
ημερών το 2008.Μου άφησε ένα ημερολόγιο που προσπαθώ εδώ και καιρό να
γράψω σε βιβλίο αλλά όλο και κάτι τυχαίνει και τα παρατάω και
τρέχω.Ανάμεσα στα άλλα που γράφει με ωραία καλλιγραφικά γράμματα και
ανεπιτήδευτο λόγο ξεχωρίζω αυτό-καθώς ξαναδιάβαζα σήμερα κι έμεινα-
γιατι έπεσα στην περίπτωση: <...σέρνοντας τα ποδάρια μου που ήταν
δεμένα πάνω σε πατημένα παπούσια με επίδεσμους διότι ήτανε πρησμένα,εκει
στην Κατάρα στο δρόμο στο γκρεμό,ένας καλός άνθρωπος,αγρότης
φοβισμένος,με λυπήθηκε και μούδωσε ένα κρεμμύδι κι έφυγε τρέχοντας,
φτάναν οι Γερμανοί.Τόσο πονούσε το πόδι που γλύτωσε το κόψιμο απο τα
κρυοπαγήματα που δεν μπορούσα ούτε να μασήσω.Αλλά πεινούσα κιόλας,Σουγιά
πάνω μου είχα.Κάθησα στην άκρη έκοψα το κρεμμυδι στα δυό δεν προλαβα να
φάω,ακούω μοτοσυκλέττα.Πλησιάζει κι έρχεται και σταματάει και με
κοιτάει πάνω,ένας Γερμανός στρατιώτης.Παιδαρέλι ίσαμε είκοσι χρονώ.Με
κοίταζε ανέκφραστα.Ούτε περίεργα. Ανέκφραστα.Σκέφτηκα τώρα θα με
σκοτώσει.Ε,ας με σκοτώσει.Τι τώρα τι αργότερα.Κι αντί να σηκώσω τα χέρια
σαν να παραδίδομαι,απλώνω και του δίνω το μισό κρεμμύδι.< Κρεμμύδι
θες;>Ξεκαβαλλάει τη μηχανή,έρχεται,το παίρνει, ανοίγει το σάκκο του
βγάζει μαύρο ψωμί,σαν πέτρα ήταν τόσο ξερό,πήγαινε να το κόψει με τα
χέρια δεν μπορουσε.Του δίνω τον σουγιά μου,το κόβει τα δυό, μου δίνει το
μισό. Τρώγαμε δίπλα-δίπλα καθισμένοι,αμίλητοι.<Γκρήχεν;> με
ρωτάει όταν καπάπιε-κι αυτός πεινούσε.<Αμ σ'αυτά τα χάλια τι θάμουν
βρε παιδάκι μου> του απαντάω αλλά δεν κατάλαβε βέβαια.<΄Ελλην>
του λέω.<Ιχ ΄Ελλην.> Μου απάντησε<Ιχ Φριτζ. Ντάνκε σεν
΄Ελλην> και μούδειξε το κρεμμύδι.Δεν κρατήθηκα:<Ντάνκε σεν αλλά
μετά μπαμ μπαμ μπαμ εσείς εμάς> στα ελληνικά του μιλούσα αλλά με
χειρονομίες και γελούσα-τι νάκανα-σε κακά χάλια ήταν κι
αυτός,κίτρινος,τρομαγμένος,σκονισμένος,πεινασμένος.
<Νάιν> μου είπε σοβαρά.<Ιχ νάιν>.
Σηκώθηκε,με χαιρέτησε στρατιωτικά,ανέβηκε στη μοτοσυκλέττα κι έφυγε προς τα Γιάννενα.<Τον σουγιά μου Φριτζ,βρε τον σουγιά μου!> του φώναξα αλλά είχε φύγει κι είχε πάρει καταλάθος τον σουγιά μου μαζί του.΄Αν δεν σκοτώθηκε κι αυτός ο έρμος στη συνέχεια,ελπίζω στο μέλλον να τον έχουν τον σουγιά μου ενθύμιο τα εγγόνια του.Απο τον ΄Ελλην >.
Βρε πατερούλη μου καλόκαρδε....σουγιάδες ενθύμια σε εγγόνια του Φρίτζ;
΄Οχι μπαμπά μου ΄Αγιε. Nein 'Ελλην μου! Nein.
<Νάιν> μου είπε σοβαρά.<Ιχ νάιν>.
Σηκώθηκε,με χαιρέτησε στρατιωτικά,ανέβηκε στη μοτοσυκλέττα κι έφυγε προς τα Γιάννενα.<Τον σουγιά μου Φριτζ,βρε τον σουγιά μου!> του φώναξα αλλά είχε φύγει κι είχε πάρει καταλάθος τον σουγιά μου μαζί του.΄Αν δεν σκοτώθηκε κι αυτός ο έρμος στη συνέχεια,ελπίζω στο μέλλον να τον έχουν τον σουγιά μου ενθύμιο τα εγγόνια του.Απο τον ΄Ελλην >.
Βρε πατερούλη μου καλόκαρδε....σουγιάδες ενθύμια σε εγγόνια του Φρίτζ;
΄Οχι μπαμπά μου ΄Αγιε. Nein 'Ελλην μου! Nein.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου