Τα κορίτσια με
τις άσπρες κορδέλες
Χαρούλα Φράγκου
Εκδόσεις: Γαβριηλίδης
Περιγραφή
|
|
Η ανάγκη να βρεθείς κάποτε στους χρόνους και τους τόπους της παιδικής και εφηβικής ηλικίας φαντάζει σχεδόν επιτακτική. Ηδύαλγο άγγιγμα οι μνήμες σκαρώνουν στον νου ιδανικές μεταμφιέσεις του τότε σε σύγκριση με το τώρα, έστω και αν το τοπίο καταγραφόταν άνυδρο και ξερό... Δεκαετία του ’50. Η ζωή κυλά πένθιμη. Η ανθρωπότητα έχει μόλις βγει από έναν καταστροφικό δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και η Ελλάδα από μια δύσκολη Κατοχή κι έναν επίπονο Εμφύλιο. Οι Έλληνες, όμως, τόσο μπροστά στην οικονομική όσο και μπροστά στην πολιτική κρίση επιδεικνύουν αξιοζήλευτη παλικαριά. Η φτώχεια, ωστόσο, και η ορφάνια ταλαιπωρεί ακόμη πολλές οικογένειες που έχουν χάσει τους ανθρώπους τους και αγωνίζονται απεγνωσμένα να ορθοποδήσουν. Φωλιές φιλοξενίας για ένα σμήνος άφτερων και αδύναμων νεοσσών τα φιλανθρωπικά ιδρύματα και η καλοσύνη των ξένων. Οι ψηφίδες της μυθιστορηματικής αυτής ψυχογραφίας αθροίζονται στον Βόλο και στο φιλανθρωπικό Ίδρυμα του «Ασύλου». Η ζωή των πολύπαθων παιδιών, η ιστορία του Ιδρύματος παράλληλα με την ιστορία της πόλης, τη γεωγραφική και κοινωνική της δομή, τα ήθη και τα έθιμα της εποχής, αλλά και τις φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πλημμύρες) που της κόστισαν το ρομαντικό νεοκλασικό της προφίλ, συνθέτουν το μωσαϊκό της αφήγησης. Ένα βιβλίο γραμμένο καλειδοσκοπικά: ο παιδικός πρωτοπρόσωπος λόγος της Μυρσίνης συναντά σταδιακά την ώριμη εκδοχή του ενήλικου εαυτού της και, έτσι, η κεντρική ηρωίδα μεταμορφώνεται σελίδα σελίδα στη συγγραφέα του βιβλίου. ************************************* |
Αποσπάσματα:
Παπάς και
δάσκαλος, σεισμός και Τούρκοι, στην παιδική μας φαντασία έπαιρναν τη διάσταση
αλλοτινής εποχής, που ωστόσο τη συγκεκριμένη στιγμή δε μας χαλούσε καθόλου. Όλο
ετούτο το ξεσπίτωμα, ο φόβος και η αγωνία για το αύριο ήταν για τους μεγάλους.
Για μας τις περισσότερες φορές έμοιαζε με περιπέτεια ή μ’ ένα συναρπαστικό και
απρόσμενο παιχνίδι.
Γι’ αυτό όταν
μετά τις πλημμύρες που ακολούθησαν τον Οκτώβρη του 1955, αποφασίστηκε να βρούμε
το ταχύτερο δυνατό κάποιο σπίτι γερό για να μείνουμε, στεναχωρήθηκα. Έπαιρνε
όμως χειμώνας και δε γινόταν να μας φιλοξενεί άλλο το «τσαντίρι» όπως το
χαρακτήριζε υποτιμητικά η μητέρα.
Την ώρα που
κατέβαινα τα σκαλιά, ένα σμάρι σπουργίτες ξεφύτρωσαν ξαφνιασμένοι μέσ’ απ’ τ’
ανθισμένα κλωνάρια και πέταξαν ψηλά με καλοστοιχημένους σχηματισμούς.
Τι ευτυχισμένα
που είναι τα πουλιά, συλλογίστηκα. Μπορούν να φεύγουν όποτε θέλουν και να
γυρίζουν τον κόσμο. Τα πουλιά ορίζουν με τη ζωή τους το νόημα της ελευθερίας.
Σήμερα εδώ, αύριο αλλού. Έφερα στο νου, το σπίτι μας, τους φόβους της μητέρας
μου. Λες να ‘χε δίκιο που πίστευε πως η δουλειά θα τη σκλάβωνε;
Γύρισα απότομα,
ανέβηκα ξανά τις σκάλες, πέρασα γρήγορα, γρήγορα την κουζίνα και χωρίς να
κοιτάξω κανέναν, άνοιξα την πόρτα του δωματίου της και βυθίστηκα στα σεντόνια
της, ν’ ανασάνω τη μυρουδιά της.
Δεν είχαν την
τύχη πολλά παιδιά να μορφωθούν παρ’ όλο που το άξιζαν.
Όταν πονάς, δεν
μπορείς να χαρείς, μα όταν χαίρεσαι ξεχνάς τον πόνο.
«Απλούστατα, δε
θέλω να με λυπούνται» πρόσθεσε. «Είναι το χειρότερό μου».
Από μια ηλικία
και μετά, ξυπνά μέσα σου η γυναίκα, άσχετα αν με την παρουσία σου θυμίζεις
ακόμη παιδί.
Και θέλεις
τότε, τούτο το ξύπνημα να το δείξεις στους άλλους…
«Αφήστε με ν’
ανθίσω» τους λες, «σαν τα λουλούδια…»
Και θέλεις να
φαίνεσαι όμορφη για όλους, μα πιότερο για τ’ αγόρια…
Ο Μιχάλης, ο
Τάκης, ο Ευθύμης…
Θα γράψω ένα
ποίημα που να μιλά γι’ αγάπη σκέφτομαι. Μα δε μου βγαίνει. Δεν ξέρω τίποτα γι’
αυτήν…
Πρόσεξα πως
είχα ψηλώσει. Πιθανόν ήταν και τα μαλλιά μου, που έδενα ψηλά. Λέω, φορούσαμε,
γιατί ένα συναίσθημα ευαισθησίας με είχε συνεπάρει τελευταία, να θέλω να
ντύνομαι κι’ εγώ τα ίδια ρούχα με τα κορίτσια, όταν βρισκόμασταν τουλάχιστον
όλες μαζί, για να μην ξεχωρίζω.
Η ομοιομορφία
ισορροπούσε στην ψυχή μου πρώιμες σκέψεις περί ισότητας. Τι δηλαδή που δεν
ήμουν τρόφιμος. Δεν μ’ άρεσε να ζηλεύουν…
«Μια μέρα θα
φύγω. Όχι ακόμη… Σε λίγα χρόνια ίσως… Ο κόσμος είναι μεγάλος Μυρσίνη και θέλω
να τον γνωρίσω, έχει κι αλλού ομορφιές ξέρεις…»
Άπλωσε το χέρι
της κι έκοψε ένα μικρό γαλάζιο λουλούδι.
«Πάρτο», μου
είπε, «να με θυμάσαι. Το λένε μη με λησμόνει…»
«Δεν μ’ αρέσει
αυτό που κάνουν. Είναι σαν να ζητιανεύουν την αγάπη», μου είπε μια μέρα
συλλογισμένη η Αφροδίτη. «Και την αγάπη είναι ωραία να σου την δίνουν δίχως
παρακάλια, γιατί το αισθάνονται όχι γιατί τους τη ζητάς. Έτσι δεν είναι;»
Δεν μπορούσα να
μην συμφωνήσω μαζί της…
Στη μικρή
ιδρυματική κοινωνία η ζωή λειτουργούσε μ’ ένα τρόπο ξεχωριστό. Όταν χαιρόσουν,
φοβόσουν τη λύπη και όταν έκλαιγες, έλπιζες στη χαρά.
Δεν της άρεσε
ήταν αλήθεια να κάνει ό,τι οι άλλοι της επέβαλαν, αλλ’ αυτό που ο εαυτός της
αποφάσιζε. Σαν είσαι όμως σε ίδρυμα, η υπακοή θεωρείται αυτονόητα η μεγαλύτερη
αρετή για τους γύρω, αν και για σένα η χειρότερη φυλακή σου. Δεν υπάρχουν εδώ
απαιτήσεις και «θέλω», αλλά «πρέπει» και συμβιβασμός.
«Ίσως να
γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος», σκέφτηκε η Δάφνη.
Χειμώνας 1958
Τα χειμωνιάτικα
βράδια βαριέσαι. Είναι ατελείωτες οι ώρες της νύχτας, θαμπώνει απ’ τις πέντε,
κλείνεσαι μέσα και το φως ανάβει νωρίς.
…..
Τα χειμωνιάτικα
βράδια τα παιδιά θέλουν μια αγκαλιά κι’ ένα φιλί πριν κοιμηθούν, γιατί δεν
είναι κουρασμένα απ’ το παιχνίδι. Κλείνουν βαριεστημένα τα τετράδια και τα
βιβλία με τα μαθήματα της επομένης, σέρνονται από το ένα θρανίο στο άλλο,
χασμοριούνται και περιμένουν…
Πόσο πολύ
πρέπει να ξέρεις, τι θέλει τότε ένα παιδί…
Πρέπει να
περιμένει λες το καημένο την μάνα που δεν έχει και τον πατέρα για ένα παραμύθι;
Ή εσένα που έτυχε να ‘σαι δίπλα του, για να ακουμπήσει και να νοιώσει την ανάσα
σου, πριν αποκοιμηθεί…!
Στο χαμηλό φως
των διαδρόμων και πίσω απ’ τις μεγάλες παραθύρες, είναι τόσα παιδιά μόνα.
Ξαπλώνουν σα έρθει η ώρα στο κρεβάτι, το ένα δίπλα στο άλλο, έτσι σαν μια
μεγάλη ανθρώπινη αλυσίδα. Μερικά σωπαίνουν κοιτάζοντας το ταβάνι, άλλα κρατούν
το χέρι της διπλανής τους, άλλα γελάνε και άλλα κλαιν.
Η ομαδάρχισσα
παιδί κι αυτή, σκύβει και τα σκεπάζει. Περνά τα δάχτυλα και αφαιρεί με προσοχή
την άσπρη κορδέλα, όπου την ξέχασαν…
Όσο κι αν θες
δεν προλαβαίνεις…
-Ισμήνη διψώ.
-Κάνε υπομονή,
σε λίγο θα φέξει.
-Ισμήνη κατουριέμαι.
-Ξύπνα τη
Φωτεινή να πάτε στις τουαλέτες.
-Ισμήνη
φοβάμαι.
-Έλα κοντά μου,
να σε πάρω μιαν αγκαλιά.
……………………
………………….
…………………….
Τα χειμωνιάτικα
βράδια λύνονται προβλήματα και θρέφονται όνειρα…
Αύριο το πρωί
φεύγει από το ίδρυμα η Φροσούλα. Τελείωσε το Γυμνάσιο το καλοκαίρι και τώρα
πάει στην Αθήνα για να σπουδάσει.
Η ώρα τ’
αποχωρισμού γεννάει αισθήματα, κάποιες περνούν στα χέρια της μικρά ενθύμια.
Καρτούλες, εικονίτσες, ζωγραφιές.
Ξεφυλλίζοντας
το μεγάλο βιβλίο-αρχείο που κρατούσε η δεσποινίς Κική, με τα ονόματα και τις
φωτογραφίες των παιδιών, έμεινε να διαβάζει μηχανικά τον κατάλογο, μη ξέροντας
πως ακριβώς να κάνει την τελευταία καταχώρηση, για το κορίτσι που έφεραν δυο
μέρες πριν στο ίδρυμα. Σε όλα τ’ άλλα, δίπλα στο όνομα υπήρχε η ιδιότητα.
Πηνελόπη Α ορφανή πατρός
Μαργαρίτα
Κ ορφανή μητρός
Ισμήνη Π ορφανή πατρός
Ευαγγελία
Χ ορφανή μητρός
Φωτεινή Β ορφανή μητρός
Αφροδίτη Τ Άπορος
Ρωξάνη Δ ορφανή γονέων
Νίκη Π ορφανή πατρός
Ελένη Χ χωρισμένων γονέων
Ελισάβετ Δ ορφανή πατρός
………………………………
……………………………
Με τούτη την
πρόσφατη περίπτωση είχε τελείως πελαγοδρομήσει.
Δεν της είχε
ασφαλώς ξανασυμβεί ούτε και το ευχόταν.
Πέρασε κάμποση
ώρα αγωνίας και φοβερής περιέργειας, αν και τα πράγματα μιλούσαν από μόνα τους.
Σίγουρα κάποιο μάτι είχε πάρει την Θεοδώρα, χωρίς να φορά τα ρούχα του Ασύλου.
Η είδηση έπεσε καρφωτή και να τ’ αποτελέσματα.
Όταν ξεμύτισαν
απ’ το γραφείο και οι δυο τους κατακόκκινες απ’ το κλάμα, έμεινε να μαθευτεί η
τιμωρία.
«Μια βδομάδα
στους καμπινέδες» είπε ανάμεσα σ’ αναφιλητά, αλλά με άχτι η Θεοδώρα. Η βόλτα
της είχε βγει ξινή. Η Μαργαρίτα προσπέρασε, χωρίς να μιλά. Φαινόταν μάλλον πιο
βαριά η δική της ποινή. Την πήραν από πίσω πέντε, έξη κορίτσια. Με λόγια
παραγορητικά, κάθισαν γύρω της στο εργαστήριο και περίμεναν.
«Θα μού κόψουν
τα μαλλιά» ξεφούρνισε απότομα εκείνη και πριν προλάβει να βγάλει καλά, καλά το
μαντήλι αναλύθηκε σε καινούργιους σιγανούς, σπασμωδικούς λυγμούς. Όλες
κοκάλωσαν….
"Κάτι" είχα μαρτυρήσει παλιότερα γι' αυτό το βιβλίο, είναι η β' κυρία με τα ημερολόγια, ΕΔΩ.
Υγ. Μετέφερα το κατεβατό μου πίσω στα σχόλια. Όπως χωρούσε, κομματάκι - κομματάκι...
Υγ. Μετέφερα το κατεβατό μου πίσω στα σχόλια. Όπως χωρούσε, κομματάκι - κομματάκι...
5 σχόλια:
Αντέγραψα τέσσερις σελίδες, κι είμαι ακόμα στην 113! Νομίζω, δεν πρέπει να αντιγράψω άλλα αποσπάσματα. Δεν επιτρέπεται, κιόλας!
Εν ολίγοις, καταλάβατε ποιο είναι το θέμα αυτού του βιβλίου, που εδώ και πολλά χρόνια κεντούσε η κυρία Χαρούλα Φράγκου.
Κεφαλαίο το Κ.
Με την Χαρούλα μας συνδέει μια φιλία με αμοιβαία εκτίμηση, εδώ και είκοσι χρόνια. Ήξερα πως κυοφορούσε αυτό το βιβλίο, χρόνια και χρόνια, μα γέννα δεν έβλεπα.
Έτσι, όταν το καλοκαίρι μού είπε πως σύντομα θα βγει στη ζωή, της ζήτησα πρόχειρες εκτυπώσεις, να έχω να διαβάζω στην θάλασσα, στις διακοπές μου.
Βαρύ κι ασήκωτο αυτό το βιβλίο. Αν σκεφτείς τις 283 σελίδες Α4 και δύο τα πανάρια, αν σκεφτείς και την βαρύτητα του θέματος, όσο απαλά κι αν η ίδια βουτούσε στο μελάνι, όση γλύκα και ηρεμία βάση του χαραχτήρα της, κι αν μετέφερε, αυτό το βιβλίο τσακίζει κόκαλα.
Το διάβασα τμηματικά σε τρεις δόσεις, παρόλο που το κουβαλούσα κάθε μέρα μαζί μου. Κάποιες σελίδες στην θάλασσα, κάποιες στο λεωφορείο ερχόμενη Βόλο, (παραμονή Δεκαπενταύγουστου) και μια νύχτα που δεν έκανε να κοιμηθώ, (λόγοι υγείας) και τελειώνοντάς το, έγινε και σεισμός!
Πολύ μεταφυσικό αυτό το βιβλίο. Σε κάποιες σελίδες, σα να ήμουνα και η ίδια μέσα στην ιστορία της ζωής της, και σε κάποιες, δεν ήμουνα, υπήρξα τυχερή και είχα γλυτώσει.
Συγκρίσεις ζωής που δεν το ήθελα, αλλά η ροή της ανάγνωσης, τις έφερνε στο νου μου.
Πλούσια η Χαρούλα, φτωχή εγώ.
Πέθανε ο μπαμπάς της, το ίδιο και ο δικός μου.
Σεισμός και φτώχεια η Χαρούλα, σταθερή φτώχεια εγώ, μια και ήμουνα αγέννητη στον σεισμό.
Η μαμά της αναγκάστηκε να δουλέψει σε Άσυλο, έχοντας κοντά της και το παιδί της.
Το παιδί της όμως, ζούσε το πρόγραμμα των φτωχών και των απόρων παιδιών.
Μοιραζόταν την μαμά της με άλλα παιδιά, εγώ την είχα όλη δική μου, εκτός από δυο χρόνια που με πήρε με το ζόρι ο θείος μου, αλλά μετά, το έσκασα και πήγα κοντά της. Νοιάζονταν η Πρόνοια για να με βάλει σε ορφανοτροφείο, μουλάρωνα στο ΟΧΙ, κρυβόμουνα και ποτέ δεν πήγα.
Τι γλύτωσα,Θεέ μου, σκεφτόμουνα, διαβάζοντάς το, αλλά και πόσα έχασα;
Μοναχοκόρη η Χαρούλα, βρέθηκε όμως ανάμεσα σε τόσες φίλες, που τις λες εύκολα και αδελφές!
Έκτο παιδί εγώ, όλα ξενιτεμένα εκτός και εντός, σα μοναχοκόρη εγώ.
Ζύγιαζα… Σε όλο το βιβλίο ζύγιαζα και σύγκρινα. Δεν το ήθελα, προέκυπτε.
Πήγα κι εγώ στην Επισκοπή εκδρομή, μα ήμουνα σαν μοναχικό κατσικάκι. Είχα μια ποδιά, μεγάλη σε μέγεθος, διπλοραμμένα τα μανίκια, να έχουν ύψος, με στόχο να βγάλω το δημοτικό. Αμ, δε!
Στολές τα κορίτσια, ομοιόμορφες, οι στολές στο άσυλο – σπίτι, ρόμπες μεταποιημένες της θείας μου εγώ, κι αντί κους κους με τις φίλες, αγάπαγα και φρόντιζα τα γουρουνάκια. Ειδικά όταν είχαμε γεννητούρια, δεν είχε ύπνο. Μπιμπερό να θηλάσουν όλα, άυπνη την άλλη μέρα στο σχολειό.
Τι να συγκρίνεις, τι να ζυγίσεις στη ζωή; Ζωή σου, με άλλης;
Σε κρεβατάκια όμορφα κοιμόταν τα παιδάκια, στο σαλόνι στο πάτωμα, εγώ.
Ποιήματα έγραφε η Χαρούλα, γράμματα στη μάννα, εγώ, που ποτέ δεν έστειλα.
Πώς να τα στείλεις;
Δυο χρόνια ταλαιπώριας εγώ και κακών εμπειριών, ηλικία Β και Γ τάξη Δημοτικού, έξι χρόνια η Χαρούλα, εφηβεία και Γυμνάσιο.
Τι ζυγίζω, τι συγκρίνω;
Τραύματα πολλά, σίγουρα κι οι δυο, κι ας τα γράφει τόσο γλυκά η Χαρούλα.
Ευνοημένη μεν, αλλά περνούσε τα δύσκολα όλων των άλλων παιδιών κι η μαμά της, αγκάλιαζε τόσα παιδιά…
Και τα άλλα παιδιά; Τα κορίτσια; Πόσα τραύματα, αλήθεια;
Έμαθα επουλώθηκαν, διαβάζοντας το τέλος.
Τα κορίτσια μεγάλωσαν, συναντήθηκαν, τα θυμήθηκαν, αναπολούν γλυκά, δεν κλαίνε πια.
Ούτε εγώ έκλαψα, διαβάζοντάς το. Εκεί που πήγαινα να δροσίσω, να ‘τη η καλή τεχνήτρα, το γύριζε σε αστείο ή σε ποίημα, γιατί απ’ αυτό έχει μπόλικο και πολυβραβευμένο, μάλιστα!
Εγώ, τι έχω;
Μπλόγκς και παπαγαλάκια, πουλάκια σε κλουβιά, ενώ εκείνη, αν και σε άσυλο, λέφτερη.
Της το είπα. Δε μπα να δοξάστηκες για την ποίησή σου που μάλιστα έγινε και τραγούδια, εσύ γεννήθηκες, έζησες αυτή την ζωή, γιατί έπρεπε να γράψεις αυτό το βιβλίο!
Έχει τόσες ψυχές μέσα, τις άγγιξες τόσο απαλά όλες, δόξα στους ζωντανούς δίνεις, μνημόσυνο Ιερό στους Φευγάτους.
Νομίζω θα βραβευθεί αυτό το βιβλίο, όχι για τις ιστορίες του που είναι αληθινές, όχι γιατί πιάνει Βόλο και Περίχωρα και θα διαβαστεί από χιλιάδες, αλλά γιατί η απαλή ποιητική τεχνική της Χαρούλας, μια στο καρφί και μια στο πέταλο, χωρίς να ματώσεις, το κάνει ξεχωριστό και του δίνει υψηλή Θέση στον χώρο της λογοτεχνίας!
Αυτά, και να πάω για ύπνο.
5 ξημερώματα Τετάρτης 30 Νοεμβρίου.
Του Αγίου Ανδρέα! Μεγάλη η Χάρη ΤΟΥ!
***
Κι απόψε, δηλαδή ξημερώματα Κυριακής, της Αγίας Βαρβάρας, Μεγάλη η Χάρη Της, 4 Δεκέμβρη 2016, είδα ότι κυκλοφόρησε και χάρηκα ΤΟΟΟΟΣΟ ΠΟΛΥ!
Ήμουνα και έτοιμη (ας πούμε), νά 'τη η ανάρτηση!
"ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ, ΧΑΡΟΥΛΑ"!
Να ζήσετε ΟΛΑ τα κορίτσια, να θυμάστε γλυκά εκείνα τα δύσκολα χρόνια!
"Κάτι" είχα μαρτυρήσει παλιότερα γι' αυτό το βιβλίο, είναι η β' κυρία με τα ημερολόγια, ΕΔΩ.
Υγ. Εννοείται πως είναι μια Βιβλιοπαρουσίαση, όχι κριτική, γιατί γέρνει κατά πολύ στην συγκριτική. Προέκυψε, λόγω "βαρύτητας"...
Στο μέλλον, ίσως καταφέρω και μια ας πούμε, κριτική.
Κριτική; Εύκολο να κρίνεις Χαρούλα Φράγκου, λες;
Με τί προσόντα;
Θα το προσπαθήσω, όμως! Θα δείξει!
Υγ. Να θυμηθώ να βρω και φωτογραφίες απ' τα σεργιανίσματα στην θάλασσα, στο Χορευτό.
Μια μέρα ψάρευα φύκια, διάβαζα και άσπρες κορδέλες, φωτογράφιζα και λιγάκι, ως συνήθως...
Όλα αυτά τα λογάκια... τα είχα στην μόστρα. Το ίδιο βράδυ ήθελα να τα φέρω στα σχόλια, δεν έκατσε. Ποτέ δεν είναι αργά, τα έφερα απόψε.
Θα αφήσω μόνο το ΕΔΩ της προηγούμενης ανάρτησης, για την βοήθεια του λινκ, που εδώ πίσω, χάνεται.
Δημοσίευση σχολίου