...
... Τον φίλησα για άλλη μια φορά στο μέτωπο. Τον χάιδεψα, του χτένισα με τα χέρια μου τα γκριζαρισμένα του μαλλιά.
Μού φάνηκε λίγο ζεστός, δεν το είπα.
Χαμογέλασε. Ήταν το τρίτο φιλί στο μέτωπο; Μπορεί! Δεν μετρούσα. Πυρετό ήθελα να βεβαιωθώ, αν έχει, έτσι βόλευε και η επαφή, εφόσον τα χέρια ήταν μέσα απ' την κουβέρτα.
"Δεν πιστεύω να μού άφησες κραγιόν!"
Γέλασα!
"Ποιός εγώ; Μ' έχεις δει πολλές φορές με κραγιόν;"
Γέλασε! Και με ήχο! Τον χάρηκα, τόσο πολύ! Έτσι τον θέλω τον φίλο μου! Δυνατό και με χιούμορ!
Το συνέχισα...
"Άκου που φοβήθηκε μη τον δουν με κραγιόν στο μέτωπο, το πρωί και τον παρεξηγήσουν!"
Γέλαγε!
Γέλαγα κι εγώ, ενώ τα πόδια έτρεμαν. Ήθελα να του πω, ή κάνε στην άκρη να ξαπλώσω κι εγώ, είμαι ερείπιο, ή πήγαινε σπίτι σου, να μείνω εγώ εδώ, είμαι πιο άρρωστη από σένα. Εσύ, απλά, λύγισες. Δεν έχεις πείσμα, δεν θυμώνεις, κυρίως, δεν θυμώνεις με τον ίδιο τον εαυτό σου. Τον χαϊδεύεις, τον χαλάς, τον αρωσταίνεις.
Ήθελα και να του πω, ακόμα, αν ήξερα, θα φόραγα κόκκινο κραγιόν και θα σε γέμιζα, να "γελάει" μαζί σου, όλη η κλινική αύριο, αλλά, έχε χάρη, φίλε μου, αγαπημένε!
Θα γέλαγες κι εσύ τόσο, περδίκι θα γινόσουνα, είμαι σίγουρη!
Είχα μέσα στην τσάντα, νομίζω, αλλά, πού να ψάχνεις... πώς να γελάσεις... πώς να κάνεις τον κλόουν, όταν πονάς, ακόμα κι από μακριά, κι όταν δεν μπορείς να προσποιηθείς, γιατί ξέρεις καλά, πώς τα πράγματα είναι δύσκολα;
Απομακρύνθηκα, είπαμε διάφορα, περισσότερο μάλωνα. Δίδασκα... Έξω απ' τον χορό, όλα είναι εύκολα.
...Η μηχανή σκόνταφτε πάνω μου. Όλο μπροστά μου, τόσο που την είδε, κι αναγκαστικά, για να σπάσω την παγωμάρα του δωματίου, φωτογράφησα. (Ευτυχώς, είδα πριν λίγο, αυτές οι φωτογραφίες, κάπως, φαίνονται.)
..."Θα σε φωτογράφιζα κι εσένα" είπα, "αλλά δε σε θέλω, ούτε σε φωτογραφία, έτσι!"
Χαμογέλασε.
Κι εγώ.
...Αργότερα, φεύγοντας:
"Σβήσε και το φως", είπε.
"Καληνύχτα" είχαμε πει νωρίτερα, από πιο κοντά.
Τό 'σβησα κι έφυγα...
Έφυγα... από μέσα μου, τρέχοντας.
Απ' έξω μου, με τα πόδια μου... αργά, αργά... κάτι ρωτούσα. Αρνητική ήταν η απάντηση, δεν ήταν εκεί ο άλλος φίλος μου.
Άλλη μέρα θα τον δω, εκείνον! Δεν συμπέσαν τα σημεία και οι χρόνοι μας.
"Γιατί την έχεις μακριά σου την Παναγιά;" τον ρώτησα νωρίτερα.
"Γιατί όλο μάς πέφτει..."
Έτσι και με την Αγία Υπομονή, παλιότερα.
"Άθελά μου, πέφτοντας... κι Αυτήν, την έριξα", μού είχε πει, παλιότερα, με λύπη.
"Δεν το ήθελες, Αυτή, όμως, σε έσωσε!" του είχα πει, τότε και φάνηκε πως χάρηκε, γιατί το είχε πάρει αλλιώς.
Παναγιά, μαζί του! Και η Αγία Υπομονή, μαζί του!
Και το κομποσκοίνι στο χέρι του, μέσα απ' την κουβέρτα, να προσεύχεται και να ελπίζει.
... Τον φίλησα για άλλη μια φορά στο μέτωπο. Τον χάιδεψα, του χτένισα με τα χέρια μου τα γκριζαρισμένα του μαλλιά.
Μού φάνηκε λίγο ζεστός, δεν το είπα.
Χαμογέλασε. Ήταν το τρίτο φιλί στο μέτωπο; Μπορεί! Δεν μετρούσα. Πυρετό ήθελα να βεβαιωθώ, αν έχει, έτσι βόλευε και η επαφή, εφόσον τα χέρια ήταν μέσα απ' την κουβέρτα.
"Δεν πιστεύω να μού άφησες κραγιόν!"
Γέλασα!
"Ποιός εγώ; Μ' έχεις δει πολλές φορές με κραγιόν;"
Γέλασε! Και με ήχο! Τον χάρηκα, τόσο πολύ! Έτσι τον θέλω τον φίλο μου! Δυνατό και με χιούμορ!
Το συνέχισα...
"Άκου που φοβήθηκε μη τον δουν με κραγιόν στο μέτωπο, το πρωί και τον παρεξηγήσουν!"
Γέλαγε!
Γέλαγα κι εγώ, ενώ τα πόδια έτρεμαν. Ήθελα να του πω, ή κάνε στην άκρη να ξαπλώσω κι εγώ, είμαι ερείπιο, ή πήγαινε σπίτι σου, να μείνω εγώ εδώ, είμαι πιο άρρωστη από σένα. Εσύ, απλά, λύγισες. Δεν έχεις πείσμα, δεν θυμώνεις, κυρίως, δεν θυμώνεις με τον ίδιο τον εαυτό σου. Τον χαϊδεύεις, τον χαλάς, τον αρωσταίνεις.
Ήθελα και να του πω, ακόμα, αν ήξερα, θα φόραγα κόκκινο κραγιόν και θα σε γέμιζα, να "γελάει" μαζί σου, όλη η κλινική αύριο, αλλά, έχε χάρη, φίλε μου, αγαπημένε!
Θα γέλαγες κι εσύ τόσο, περδίκι θα γινόσουνα, είμαι σίγουρη!
Είχα μέσα στην τσάντα, νομίζω, αλλά, πού να ψάχνεις... πώς να γελάσεις... πώς να κάνεις τον κλόουν, όταν πονάς, ακόμα κι από μακριά, κι όταν δεν μπορείς να προσποιηθείς, γιατί ξέρεις καλά, πώς τα πράγματα είναι δύσκολα;
Απομακρύνθηκα, είπαμε διάφορα, περισσότερο μάλωνα. Δίδασκα... Έξω απ' τον χορό, όλα είναι εύκολα.
...Η μηχανή σκόνταφτε πάνω μου. Όλο μπροστά μου, τόσο που την είδε, κι αναγκαστικά, για να σπάσω την παγωμάρα του δωματίου, φωτογράφησα. (Ευτυχώς, είδα πριν λίγο, αυτές οι φωτογραφίες, κάπως, φαίνονται.)
..."Θα σε φωτογράφιζα κι εσένα" είπα, "αλλά δε σε θέλω, ούτε σε φωτογραφία, έτσι!"
Χαμογέλασε.
Κι εγώ.
...Αργότερα, φεύγοντας:
"Σβήσε και το φως", είπε.
"Καληνύχτα" είχαμε πει νωρίτερα, από πιο κοντά.
Τό 'σβησα κι έφυγα...
Έφυγα... από μέσα μου, τρέχοντας.
Απ' έξω μου, με τα πόδια μου... αργά, αργά... κάτι ρωτούσα. Αρνητική ήταν η απάντηση, δεν ήταν εκεί ο άλλος φίλος μου.
Άλλη μέρα θα τον δω, εκείνον! Δεν συμπέσαν τα σημεία και οι χρόνοι μας.
"Γιατί την έχεις μακριά σου την Παναγιά;" τον ρώτησα νωρίτερα.
"Γιατί όλο μάς πέφτει..."
Έτσι και με την Αγία Υπομονή, παλιότερα.
"Άθελά μου, πέφτοντας... κι Αυτήν, την έριξα", μού είχε πει, παλιότερα, με λύπη.
"Δεν το ήθελες, Αυτή, όμως, σε έσωσε!" του είχα πει, τότε και φάνηκε πως χάρηκε, γιατί το είχε πάρει αλλιώς.
Παναγιά, μαζί του! Και η Αγία Υπομονή, μαζί του!
Και το κομποσκοίνι στο χέρι του, μέσα απ' την κουβέρτα, να προσεύχεται και να ελπίζει.
1 σχόλιο:
ΑΝΤΙΟ, ΓΙΑΝΝΗ, απ' αυτή την συχνότητα.
Δημοσίευση σχολίου