Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

Λευκόροζα, έως και μελανί τα ημερολόγια, απ' το αόρατο αίμα

Μ’ αρέσει να μιλάω για μένα, για σένα, για τον άλλον, για πολλούς και να λέω πράγματα που συνέβησαν, που είναι σημαντικά, που κάτι έχουν να πουν και στους άλλους.

Νταν και μισή. (παρά 8΄) (η καμπάνα του Αγίου Νεκταρίου, για όσους δεν ξέρουν ότι γράφω απ' ευθείας...)

Σκοπός μου, μην τους μειώσω, μην μειωθώ.
Με την συμπύκνωση δεν τα πήγαινα ποτέ μου, ιδιαίτερα καλά.
Υπήρξα πολυλογού και πολυγραφού…
Υπήρξα, ναι στο πισωγύρισμα των αναμνήσεων, μόνο σαν ένα είδος γλυκόπικρης νοσταλγίας, ναι, ως προς το δίδαγμα και συμπέρασμα της κάθε παλιοστιγμής, όχι όμως για να την διορθώσω ως λόγο ή ως γραφή, γιατί είναι αδύνατο, συν του ότι, δεν υπήρξα πλαστογράφος, ακόμα και όταν μού έβαζαν το «πιστόλι» στον κρόταφο…
…Ακόμα και τότε, έσκυβα, έσκυβα, ταπεινωνόμουν τόσο πολύ, ώστε κατάφερνα και έφευγα απ’ τον στόχο του σκοπευτή ή σκοπευτών, κι εννοείται, υλικά, χαμένη.

Αυτό, ή καλύτερα, αυτά βγήκαν σαν μια αόρατη γέφυρα, μπορεί και ορατή να με συνδέσει με ημερολόγια και ανθρώπους που γράφουν, που καταθέτουν την ψυχή τους, δηλαδή, με κείνη την αόρατη μελανή, εξ αίματος μελάνι, που δεν σβήνεται, είναι ανεξίτηλη στο αόρατο χαρτί της Ύπαρξης, που δεν σκίζεται, δεν αλλοιώνεται κι είναι σίγουρο πως θα έχει «διαβαστεί» από λίγους, μπορεί κι από πολλούς.
Κι έτσι, εφόσον θα το έχει διαβάσει η Ψυχή του Κόσμου, ο γράφων ή η γράφουσα, υπήρξε συγγραφέας ή ποιητής, σίγουρα.
Δεν πειράζει που στην ζωή ισχύει, αν εκδόσεις βιβλίο ή εάν σε διαβάσει έστω και ένας αναγνώστης (κατά Βασίλη Βασιλικού), Υπήρξες Συγγραφέας, κάτι κοντά στο Καλλιτέχνης, δηλαδή…

Υπήρξα του ενός αναγνώστη (και περισσοτέρων, δεν ξέρω ακόμα, αν είναι προτέρημα ή ελάττωμα, αυτό, τελικά) κι αυτό μού έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω πολλούς άλλους ανθρώπους που γράφουν σε πολλές κόλες χαρτιού που γεμίζουν σεντούκια και μπαούλα, ίσως και βιβλιοθήκες, δικές τους, ακόμα και άλλων.

Μεγάλο μας βγήκε το «γεφύρωμα», πάμε σε σύνδεση με το καλοκαίρι 2016.


***

«Τι κάνεις; Γράφεις τίποτα;» με ρώτησε μία κυρία γνωστή – φίλη.
«Ελάχιστα.»
«Γιατί;»
«Γιατί διαβάζονται και δεν θέλω. Άργησα πολύ να καταλάβω, πως δεν πρέπει να γράφονται όλα. Εσύ;»
«Το ίδιο κι εγώ. Σταμάτησα να γράφω.»
(Νταν νταν 12 παρά 8)
Με εξέπληξε το ύφος της, όχι τόσο τα λόγια της και το νόημα αυτών.
Το πρόσωπό της είχε συννεφιάσει, αφάνταστα λυπημένη…έδειχνε, δεν μπόρεσα να βγάλω κουβέντα, την κοίταζα, δε μπορώ να ξέρω πόσο λυπημένη ή ηλίθια φάτσα είχα αποκτήσει εγώ.
«…Και τώρα, τι κάνουμε; Τα σκίζουμε;»
Άκουσα να συνεχίζει.
Δεν μίλησα, δεν θυμάμαι να κούνησα κεφάλι με κίνηση κατάφασης ή άρνησης, θυμάμαι μόνο πως την κοίταζα μέσα στα μάτια και «έβλεπα» πέρα από αυτά.
…Κι εκείνη, το ίδιο έκανε. Τα μάτια μου κοίταζε κι «έβλεπε» ότι αόρατο στους άλλους, είχε γράψει η ψυχή μου, μέσω της ζωής μου.
«…Και ... τα πετάμε...» αργές οι λέξεις της «λίγα – λίγα... στα σκουπίδια;»
Ένα τρυπάνι το βλέμμα της, όλο και πιο πολύ βάθαινε στα μάτια μου.

Μάτωνα, μάτωνε και η ίδια… πόσο αόρατο αίμα, σφαχτάρια γύρω… βρήκα τη δύναμη να μην μιλήσω, να μην κλάψω, να μην πω «ΟΧΙ», να σύρω τα τρεμάμενα πόδια μου, να σηκωθούν απ’ την καρέκλα μου, το ένα τρεμάμενο χέρι μου να την σφιχταγκαλιάζει καθιστή και στ’ άλλο να κουνιέται διαμαρτυρόμενη η μηχανή, που δεν φωτογράφησε το ορατό μπλε της θάλασσας και τ’ ουρανού, με τις παραβιάσεις πολλών πινελιών, ενός κακότεχνου ζωγράφου.

Κόμπος, κι έφυγα από κει, ψυχικά, τρέχοντας, χωρίς ένα «γεια», χωρίς καμιά περισσότερη γραφή ή εξήγηση.
Και μια καρέκλα στην παραλία, έμεινε μόνη...


*******
Ένας κόμπος αξέχαστος, εκείνος, δεν ξέρω πως δέθηκε μ’ ένα άλλο κομποσκοίνι, πάλι γράφουσας, γνωστής-φίλης.
Λέω «γνωστής-φίλης», γιατί εμείς οι άνθρωποι, οι φίλοι, οι γνωστοί, λέμε πως αγαπάμε έναν (ή μία) άνθρωπο, νομίζοντας ότι την ξέρουμε… κι ανάλογα την σχέση μας μαζί του.
Του βάζουμε κι ένα άριστα, λέγοντας την λέξη κολλητός, κι έτσι,  όλοι κατάλαβαν την σχέση μας με αυτόν ή αυτήν.
Έχουμε και μια «επαφή» μαζί του που για τους άλλους αυτό σημαίνει (ακόμα και για τους ίδιους) «φιλία» ή επαφή συγγένειας… κατά άλλους.

Από αίμα, ξέρεις;

«Γράφεις τίποτα;» με ρώτησε νωρίτερα, αλλά αυτή εδώ, ήταν η δική μου ερώτηση, σε μια άλλη γνωστή-φίλη.
«Όλο και κάτι γράφω.»
Είπαμε κι άλλα, μα σ’ αυτή την φίλη-γνωστή, οι λέξεις μου βρήκαν διέξοδο εύκολη, μέσω του σύρματος της τηλεφωνικής γραμμής και τόλμησαν, να ζητήσουν, τολμηρά…
«Θα μού έδινες να διαβάσω κάποια απ’ τα ημερολόγιά σου; Θα με εμπιστευόσουνα;»
Ότι δεν τόλμησα να πω στην άλλη γνωστή-φίλη, το τόλμησα σ’ αυτήν, την φίλη-γνωστή.
«Ναι, γιατί, όχι;»
…Πήγε να μού πέσει το ακουστικό από τα χέρια, μα δεν έπεσε, είπα και ευχαριστώ και «γεια».
Δεν το πίστεψα, όσο δεν το πίστευα, άργησε και να πραγματοποιηθεί.
Όταν το ξέχασα, μια βαριά φινετσάτη σακούλα, ήρθε να μού θυμίσει πως η φίλη-γνωστή, μπορεί και να το σκέφτηκε πολύ, τελικά όμως, μού είχε εμπιστοσύνη.

…Κι αν περπάτησε αυτή  η φινετσάτη σακούλα με τα γραμμένα μυστικά της.
Ασήκωτο βάρος, μα το κουβαλούσα σε βουνά και θάλασσες.
Κάτι, «κάτι» όμως, πολλά κάτια, εμπόδιζαν και καθυστερούσαν να τηλεφωνήσουν απέναντι και να πουν στην φίλη-γνωστή, «σε διάβασα, έως εκεί».
Η σιωπή μου, πώς θα διαβαζόταν από κείνη; Ήταν ένα ερώτημα που με τυραννούσε, ώσπου μια μέρα, την έσπασα.
«Ξέρεις, δεν είμαι καλά, δεν μπορώ να διαβάσω, δεν με βοήθησαν και οι συνθήκες, αλλιώς είχα μάθει να διαβάζω, έχω φτάσει μόνο, μέχρι την σελίδα τάδε, κι εκεί με αγώνες…»
Εξήγησα τους «αγώνες» μου.
Πόσο να την είχα πληγώσει, δεν ξέρω, δεν ήξερα.

…Ώσπου, μια μέρα, εκεί που πέταγα, πέταγα, πέταγα, χρειάστηκα μια φινετσάτη σακκούλα…κάτι να τυλίξω!
Δεν είχα. Θυμήθηκα εκείνη, της γνωστής- φίλης, έτρεξα, ξεγύμνωσα το «βάρος» και το ακούμπησα κάπου κοντά στον υπολογιστή μου, να το βλέπω, να το θυμηθώ, να τ’ αλαφρύνω…
Όμως, έγραφε το όνομά μου η φινετσάτη σακούλα, με φινετσάτα το ίδιο γράμματα, δεν ξέρω γιατί, "το βάρος", δεν το ήθελα πια, μέσα σ' αυτήν!
Σκληρή η κίνηση, μα την τσαλάκωσα και την πέταξα, μαζί με άλλα δικά μου.
Ήταν από ναϋλον, φυλάκιζε ασφυκτικά, δεν την ήθελα.

Άργησαν πολύ να ‘ρθουν εκείνες οι νύχτες, εκ συνθηκών υγείας, μού επιβαλλόταν ξενύχτι, κι η ανάγνωση της «απαλότητας» της συγγραφέως, στάθηκε φαρμακευτική.
Απαλό το χειρουργείο της, απαλό το γάντι, «απαλή» θα την ονόμαζα, την είχα βαφτήσει κιόλας, απλά, εκείνη, δεν το ήξερε.
Πρώτη βραδιά, αναίμαχτη, φτάσαμε ως σελίδα, τάδε.
Έσφαζε και μαχαίρωνε και μένα, όσο δεν φανταζόταν, μέσα στα γραφούμενά της, μα εγώ δεν υπήρχα στον συγκεκριμένο χρόνο της και χώρο της.

Διάβαζα, με χαμηλές ανάσες, όσο και οι παλμοί, το μυαλό ταξίδευε σε χώρους και χρόνους μου, σύγκρινε τι γλύτωσα, τι κέρδισα, τι έχασα, τι έμεινε, τι έφυγε, τι γράφτηκε, τι είπα και δεν είπα… τι έθαψα, όχι για να το βρω, σαν τα σκυλιά, αλλά για να το πεθάνω, ακόμα και σαν ανάμνηση, για πάντα, τόσο, σαν να μην υπήρξε, ποτέ, μα ποτέ.

Δεύτερη βραδιά, ανάγκης, και το αίμα, αν και αόρατο, κι ας τιτλοφορούσε στα λευκά, έρρεε άφθονο.
Κράτα καρδιά, μπορείς!
Μα, γιατί κομπιάζεις;
Πού σκάλωσες; Γιατί; Σε ρωτάω γιατί; Μίλα μου! Απάντα! Σε προκαλώ. Σταμάτα να κρύβεσαι. Σταμάτα να είσαι άρρυθμη. Πάρε ρυθμό, ξεκίνα. Κουνήσου… Αργείς.

Βόλος και σεισμός, 2, 4 της Κλίμακας Ρίχτερ, είπαν αργότερα, για εκείνη την στιγμή, της αναγνώσεως…!
Πόσο ψεύτες; Πόσο;

Στο ξημέρωμα εκείνης της νύχτας, το «βάρος» της φινετσάτης σακούλας, είχε διαβαστεί. (νταν, νταν, νταν, 13 παρά 8)
Πόσο γεμάτη και πόσο άδεια, εγώ, η αναγνώστρια;
Ειδική περίπτωση, ειδική και η συνέχεια.

Ένα «Εύγε», γράφτηκε με μελάνι, πάνω στο τελευταίο δικό της χαρτί.
Επικοινώνησα μαζί της, εκείνη τη στιγμή, μελάνι με μελάνι.
Το ψωμί κι αλάτι, που δεν φάγαμε μαζί που όμως, παραξένως… αόρατες κλωστές, έως και χοντρές, ως λουρίδες, χρώματος -αιματίνως λευκό… μας ενώνουν σ’ αυτή, ίσως και στην άλλη ζωή.

«Γράφεις;» ρωτάνε, ρωτάμε, μεταξύ μας.
«Όχι, δεν γράφουμε…», απαντούμε.
Εξομολογούμαστε απαλά ή σκληρά, παίζει ρόλο κάθε φορά, από ποια όψη της γραφίδας… χαράζεται το ορατό ή αόρατο χαρτί.
Παίζει ρόλο και ο αναγνώστης (ή οι) πόσα σημάδια παρόμοια ζωής, έχει, ώστε να μπορέσει να καταλάβει, πόσο βαθιά μπήκε η μαχαιριά… η γραφίδα, εννοούσα, σ’χωράτε με.

Φταίει η γραφή με τα κουμπάκια…που σε σκαλώνει και δεν αφήνει το χέρι σου ελεύθερο, να πει, αλλιώς τα πράγματα, απλά και με το όνομά τους.

Κόφ’το πολυλογού, που σημαίνει, κλείσ’ το το ρημάδι.
Σ’ «άδειασε».

…Κι αφού γράφτηκε, δώς το.
Άστο να ζήσει, γιατί πρέπει.

Υγ. Μέρες γύρναγε στο μυαλό μου ένα βιβλίο και μια ταινία.
Τίτλος, πουθενά. Άφαντος στη μνήμη.

Με βρήκε το πρωί, έτσι, ξεκάρφωτα.
Οι γέφυρες του Μάντισον.
Γεφύρια κι εκεί.

Πολλά τα γεφύρια μας… πολλά.


ΟΙ ΓΕΦΥΡΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΤΙΣΟΝ (the bridges of madison... από kouros174



ΥΓ. 4/12/16
Η β' περίπτωση είναι το βιβλίο της Χαρούλας Φράγκου, "Τα κορίτσια με τις άσπρες κορδέλες".
Έγραψα "ημερολόγιο", για να μην προδοθώ, πριν κυκλοφορήσει.
Εμ! Μισή αλήθεια που λένε...

ΕΔΩ, τα "μαρτυράω" καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: